Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

Κείμενο Συμβολής στη Συνδιάσκεψη της Οργάνωσης Σπουδάζουσας Αθήνας της ΝΚΑ (Μάρτης 2015)

Στο παρακάτω κείμενο έχουν αφαιρεθεί τα ονόματα όσων το υπογράφουν

Η Κρίση του Κεφαλαίου και η απάντηση του Κράτους


«Έχουμε ταξικό πόλεμο, σωστά, και είναι η δική μου τάξη, η τάξη των πλουσίων, που κάνει αυτό τον πόλεμο.
Και νικάμε.»
Warren Buffet, πιο επιτυχημένος επενδυτής του 20ου αιώνα, πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο για το 2008.


«Η πλανητική οικονομική κρίση, όπως μας την παρουσιάζουν, μοιάζει με μια απ’ εκείνες τις κακές ταινίες, τις οποίες τις σκαρφίζεται η βιομηχανία των προσυσκευασμένων επιτυχιών του μεγάλου θεάματος, που σήμερα ονομάζεται “κινηματογράφος.” Τίποτε δεν λείπει: το θέαμα μιας σταδιακής καταστροφής, το σασπένς των μεγάλων κόλπων, ο εξωτισμός του πανομοιότυπου – το χρηματιστήριο της Τζακάρτα ζυγίζεται με τα ίδια μέτρα και σταθμά του θεάματος όπως και της Νέας Υόρκης, η διαγώνια γραμμή από τη Μόσχα στο Σάο Πάουλο, παντού η ίδια φωτιά που καίει τις ίδιες τράπεζες»
&

«’’Να σώσουμε τις τράπεζες!’’ Αυτή η ευγενική, η ουμανιστική και δημοκρατική κραυγή αναβλύζει από το στόμα κάθε δημοσιογράφου και κάθε πολιτικού. Να τις σώσουμε μ’ οποιοδήποτε τίμημα! Και πρέπει να το τονίσουμε, αφού το τίμημα δεν είναι μηδαμινό».

Alain Badiou, Τίνος πραγματικού το θέαμα είναι αυτή η κρίση;


Ίσως είναι από εκείνες τις φορές που η συνδιάσκεψή μας δεν έχει και δεν μπορεί να έχει το χαρακτήρα μιας «κανονικής» διαδικασίας. Μέσα σε έκτακτες συνθήκες κρίσης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, των περιφερειακών του ολοκληρώσεων και των αστικών εθνών-κρατών, κρίσης της παραγωγής, κρίσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, κρίσης της μέχρι τώρα ασκούμενης πολιτικής, ερχόμαστε να συνεδριάσουμε μετά από την ανάδειξη της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, που πούλησε ελπίδα και αγόρασε ταξική ειρήνη και υπομονή. Και τώρα είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει το μόνο δρόμο που η καπιταλιστική κρίση επιβάλλει στην κρατική πολιτική: τον κοινωνικό πόλεμο και την επίθεση σε βάρος των εργαζομένων, τη προλεταριοποίηση των μεσαίων στρωμάτων και τη δημιουργία νέων «περιθωρίων» στην καρδιά ακόμα και του λεγόμενου «ανεπτυγμένου» καπιταλιστικού πρώτου κόσμου. Ο καπιταλισμός ωρίμασε στη «Δύση», γεννήθηκε πρώτη φορά στην Ευρώπη πριν περάσει δυναμικά στις ΗΠΑ, και στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, στη «Δύση», είναι που σαπίζει πρώτα. Σήμερα, για πρώτη ίσως φορά στην Iστορία, αναπτύσσονται υλικές προϋποθέσεις αντικαπιταλιστικής ανατροπής στο καπιταλιστικό κέντρο και στην ημιπεριφέρεια, και όχι απλά στην περιφέρεια του καπιταλιστικού συστήματος.
Δύο ήταν οι μοναδικές δυνατές αντιδράσεις των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων σε αυτή τη κρίση: οι τάσεις χειραφέτησης και οι τάσεις υποταγής που εξ αρχής συνυπήρχαν, συγκρούστηκαν, μέχρι την επικράτηση τελικά, στη τωρινή συγκυρία, των τάσεων υποταγής σε εγχώριο, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Το Ντονμπάς, η εξέγερση στην πλατεία Γκεζί, οι ανθρακωρύχοι στην Ισπανία, το Κομπανί, η εργατική αντιεθνικιστική αντίσταση στη Βοσνία, η έκρηξη των γκέτο στη Γαλλία και το Φέργκιουσον, οι απεργίες των τελευταίων χρόνων στην Κίνα και το αντιφασιστικό κίνημα στη Κρεμόνα της Ιταλίας, το φοιτητικό κίνημα στην Αγγλία: είναι μερικά μόνο παραδείγματα του πώς σε τόσες διαφορετικές χώρες και πολιτικοκοινωνικές συνθήκες, κατάφερε να εκφραστεί η αμφισβήτηση, έστω και με ανολοκλήρωτο τρόπο. Από την άλλη μεριά, οι τάσεις υποταγής και η ηγεμόνευση όλων αυτών των κινημάτων από αφηγήσεις εθνικής καπιταλιστικής ενσωμάτωσης (το κόμμα του Ολάντ, του Πέπε Γκρίλο, το Ποδέμος, η άνοδος του ακροδεξιού ευρωσκεπτικισμού σε όλη τη Βόρεια Ευρώπη, Νορβηγία, Σουηδία, Αγγλία και αλλού) επικράτησαν σε αυτό το πρώτο κύκλο της ταξικής πάλης και του ευρύτερου κοινωνικού ανταγωνισμού.
Όλες αυτές οι εθνικολαικές αφηγήσεις αντιμετωπίζουν μια διαρκή αντίφαση στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Είναι αδύνατο να υπάρξει στο σήμερα επιστροφή σε μια εθνοκρατική, κευνσιανού τύπου, αναπτυξιακή πολιτική, σε μια ομαλή κοινοβουλευτική λειτουργία και σε μια ταυτόχρονη επέκταση δομών κοινωνικής «πρόνοιας», είναι αδύνατο δηλαδή να υπάρξει αυτό που αναπολεί μια ορισμένη Αριστερά σαν τον χαμένο της παράδεισο, και συμπυκνώνεται στην αλυσίδα εθνική ανεξαρτησία-οικονομική ανάπτυξη-κοινωνική πρόνοια-κοινοβουλευτική δημοκρατία. Κορυφαίο παράδειγμα των σύγχρονων αλλαγών στις σχέσεις παραγωγής είναι η Ε.Ε, το βάθεμα της ολοκλήρωσής της και η μετάβαση, στο επίπεδο των εθνών-κρατών, από το επονομαζόμενο βιομηχανικό/εργοστασιακό «κράτος πρόνοιας», στο Επιχειρηματικό Κράτος Άμυνας/Άσφάλειας (Ε.Κ.Α)1.
Το Ε.Κ.Α δεν παρεμβαίνει απλά στην οικονομία ως διαχειριστής της ζήτησης και κρατικός επενδυτής υποδομών, αλλά δημιουργεί και αναδημιουργεί συνεχώς τις αγορές και τους όρους επιχειρηματικότητας μέσα στο διεθνοποιημένο κεφαλαιοκρατικό περιβάλλον, και επιχειρηματικοποιείται το ίδιο (στη δομή και τη λειτουργία του). Έτσι λοιπόν, ένα  κράτος νέου τύπου γεννιέται με τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό: H αστική κρατική μορφή αλλάζει, και από το παραδοσιακό βιομηχανικό έθνος-κράτος του δευτερογενούς τομέα παραγωγής, αρχικά φιλελεύθερου και έπειτα κρατικο-παρεμβατικού τύπου (με τη λεγόμενη φορντική-ταυλορική οργάνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης), περνάμε στο Ε.Κ.Α με νέο ηγετικό κλάδο τον επιστημονικοτεχνικό τριτογενή τομέα παραγωγής («υπηρεσίες»). Δύο νέες ταξικές πρωτοπορίες αναδύονται, από τη μία η νέα εργατική βάρδια (που συνυπάρχει με την παραδοσιακή εργατική τάξη) και από την άλλη το υπερδιογκωμένο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο (που συνυπάρχει με το βιομηχανικό κεφάλαιο) και οι πολυκλαδικοί-πολυεθνικοί όμιλοι, αποτέλεσμα της τριτογενοποίησης της παραγωγής και της νέας κυρίαρχης ταξικής διάρθρωσης-αυτά τα δύο νέα στρώματα της άρχουσας τάξης είναι που βασικά ελέγχουν και χρησιμοποιούν ως όργανό τους το Επιχειρηματικό Κράτος. Τα αστικά Κράτη σε οποιαδήποτε κυβερνητική εκδοχή (μικρότερης ή μεγαλύτερης ''κρατικής παρέμβασης''), είτε είναι η Γερμανία είτε οι ΗΠΑ είτε η Ελλάδα είτε η Ρωσία είτε η Νότιος Αφρική, προσπαθούν να προσεγγίσουν, με άνισους ρυθμούς ανάπτυξης, αυτό το ιδεατό πρότυπο του Επιχειρηματικού Κράτους, μέσα από διαφορετικά μοντέλα εφαρμογής του (το αμερικάνικο, το γερμανικό, το κινεζικό κ.α). Υποτάσσονται πιο πολύ από ποτέ στους Νόμους της διεθνούς ανταγωνιστικότητας και κινητικότητας του κεφαλαίου αναστέλλοντας την ισχύ της εσωτερικής έννομης τάξης τους (στη Δύση, αυτό που στη Νκα και το ΝΑΡ περιγράφουμε ως «κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό»), υποτάσσονται με βαθύτερο δομικό τρόπο στις ανάγκες των πολυεθνικών, των διεθνών αγορών και του διεθνοποιημένου χρηματοπιστωτικού άξονα, μπαίνουν σε έναν ''φορολογικό ανταγωνισμό''  μπλέκοντας στο παράδοξο, να πρέπει να μειώσουν τους φόρους για να γίνουν επενδύσεις, αλλά έτσι να μειώνουν τα έσοδά τους και άρα να δανείζονται από διακρατικούς μηχανισμούς πίστωσης. Εμπορευματοποιούν ολοκληρωτικά και ελαστικοποιούν τις σχέσεις εργασίας, οδηγούνται σε «τεχνολογική» δομική ανεργία και νέες κοινωνικές περιθωριοποιήσεις, στρατιωτικοποιούνται, διεθνοποιούνται τα ίδια τα κράτη μέσα σε διακρατικές ολοκληρώσεις και στρατηγικές συμμαχίες, η κρατική πολιτική αποιδεολογικοποιείται, γιατί μετατρέπεται σε απλή τεχνοκρατική διαχείριση οικονομικών μεγεθών, μέσα και κυρίως έξω από το κοινοβούλιο.
Με το Ε.Κ.Α, το παραδοσιακό έθνος-Κράτος φτάνει στα ιστορικά του όρια και απαντάει στη κρίση του με μια ανώτερη τεχνολογικά, αλλά με αντιφάσεις, (μετα)εθνική οργάνωση της εργασίας, της γραφειοκρατίας, της εσωτερικής επιτήρησης και του πολέμου. Κυβερνώσα κοινοβουλευτική ''Αριστερά'' και κυβερνώσα ''Δεξιά'' στο σήμερα, είναι απλά διαφορετικοί manager που εφαρμόζουν μια πιο ήπια ή μια πιο σκληρή διαχείριση μέσα στα στενά όρια αυτού του επιχειρηματικού Κράτους νέου τύπου, στο οποίο το εθνικό και το ηγεμονικό διεθνοποιημένο Κεφάλαιο βρίσκουν το καλύτερο πολιτικό όργανο συσσώρευσής τους. Ως εγγύηση και αναγκαία προϋπόθεση αυτής της κεφαλαιακής συσσώρευσης και του ειρηνικούομαλού «επενδυτικού κλίματος» έρχεται η άμυνα/ασφάλεια με την ενοποίηση εσωτερικών κατασταλτικών οργάνων και στρατού, συνολικά το «δόγμα τάξης και ασφάλειας» με τη δυνατότητα καταστολής πλήθους ή και τις εξωτερικές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και με άλλοθι της «ασύμμετρες απειλές» ενάντια στη «δημοκρατία».
1 Mariana Mazzucato, The Entrepreneurial State,Demos, 2011. Είναι χαρακτηριστικό ότι το αμερικανικό Ινστιτούτο Levi με το οποίο συνεργάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ αντλώντας «τεχνογνωσία», έχει εκδώσει paper της ίδιας της M.Mazzucato με τίτλο Building the Entrepreneurial State: A New Framework for Envisioning and Evaluating a Mission-oriented Public Sector, μόλις πριν από δύο μήνες, τον Ιανουάριο του 2015. Αυτό το Επιχειρηματικό Κράτος καλείται να διαχειριστεί ο ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας μάθει από τα αμερικανικά think tanks πώς να το κάνει αυτό.
Δύο ακόμα σημαντικά έργα για το νέο αστικό κράτος, του Bob Jessop, The Future of Capitalist State, the Polity Press, 2002 και του Philip Cerny, The Paradoxes of competition State: The dynamics of Political Globalisation.Για τη προβληματική της περιοδολόγησης των κρατικών μορφών στην ιστορία του καπιταλισμού, βλ. Εισαγωγικά State and Capital-a Marxist debate, edited by John Holloway and Sol Piccioto, Edward Arnold, 1978.


Πολιτική Συγκυρία
«Φυσικά το εργατικό κόμμα (Αγγλίας), κατά το μεγαλύτερο μέρος του, αποτελείται από εργάτες. Ωστόσο, αν ένα κόμμα είναι πραγματικό πολιτικό εργατικό κόμμα ή όχι, δεν εξαρτάται μόνο απ'το αν αποτελείται από εργάτες, αλλά και από το ποιός το καθοδηγεί και ποιό είναι το περιεχόμενο της δράσης του και της πολιτικής του τακτικής. Μόνο το τελευταίο αυτό καθορίζει αν έχουμε μπροστά μας ένα πραγματικό πολιτικό κόμμα του προλεταριάτου. Απ'την  άποψη αυτή, τη μόνη σωστή, το εργατικό κόμμα (Αγγλίας) είναι ένα κόμμα αστικό ως το μεδούλι, γιατί παρ'όλο που αποτελείται από εργάτες, το καθοδηγούν αντιδραστικοί. Οι πιο χειρότεροι αντιδραστικοί, που δρουν πέρα για πέρα στο πνεύμα της αστικής τάξης. Είναι μια οργάνωση της αστικής τάξης, που υπάρχει για να εξαπατά τους εργάτες συστηματικά».
V.I.Lenin, Το ΙΙ Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, Άπαντα, τόμ. 41 (στο Κώστας Μπατίκας, Συνδικάτα και Πολιτική, σελ 261).


«Αν αποπειραθούμε να εντοπίσουμε καλύτερα τα ειδικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης κρίσης και κατά συνέπεια την αξιοπιστία του νέου Λαικού Μετώπου που διαγράφεται στον ορίζοντα, δεν πρέπει να αρκούμαστε στο να παίρνουμε υπόψη μας μόνο τους λόγους ή τις υποτιθέμενες προθέσεις των ηγετών της αριστεράς, αλλά πάνω απ'όλα να τις αντιπαραθέτουμε στην πραγματική κατάσταση και τη σύγχρονη εξέλιξη των κοινωνικών ομάδων που διατείνονται ότι εκπροσωπούν».
Felix Guattari, Μοριακή Επανάσταση-Σοσιαλδημοκράτες και Κομμουνιστές απέναντι στο Κράτος


Μόνο με βάση μια ανάλυση του σύγχρονου καπιταλισμού και της ηγεμονικής κρατικής του μορφής μπορούμε να εξηγήσουμε την αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος στην ελλάδα και τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Μέσα στη δίνη της κρίσης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και απέναντι σε αυτό τον εξελιγμένο κρατικό μηχανισμό, το κίνημα πέρασε, σχηματικά, από δύο κύκλους αγώνα. Από τον Δεκέμβρη του ’08 στον Μάη του ’10, από τον Οκτώβρη του ’11 στον Φλεβάρη του ’12, από τις πρώτες συγκρούσεις στο δρόμο με τους μηχανισμούς καταστολής της κυβέρνησης Παπανδρέου το ’09 ως την μάχη για το μεσοπρόθεσμο και την πτώση της το καλοκαίρι του ’11, ακόμα και τα δύο τελευταία χρόνια διάσπαρτων ταξικών αγώνων και αντιστάσεων (δεύτερος κύκλος), η μία απονομιμοποιημένη κυβέρνηση αντικαθιστά την άλλη, το ένα «μίνι πολιτικό πραξικόπημα» διαδέχεται το άλλο, οι πολιτικοί εκπρόσωποι του αστικού συστήματος εξουσίας φθείρονται διαρκώς γρηγορότερα - είτε πρόκειται για την «αριστερή» είτε πρόκειται για την «(ακρο-)δεξιά» πλευρά του «συνταγματικού τόξου». Κοιτάζοντας προς τα πίσω, οι Πλατείες ήταν μια κομβική στιγμή που η δικιά μας αντικαπιταλιστική αριστερά βρέθηκε σε πολιτική αδυναμία να κάνει τις τάσεις χειραφέτησης επαναστατική πρακτική. Μια πολιτική αδυναμία που εκμεταλλεύτηκαν δυνάμεις από τη Χρυσή Αυγή μέχρι τους ΑΝΕΛ και την ρεφορμιστική αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, χτίζοντας μια νέα αστική ηγεμονία, με ακλόνητη την ταξική κυριαρχία των αφεντικών πάνω στους εργαζομένους. Η εκλογική εκτίναξη της κεντροαριστερής αστικής δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ, η ανάδειξη της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και η ανίερη συμμαχία κεντροαριστεράς-δεξιάς, ήταν αναγκαίο επιστέγασμα της επικράτησης της εθνολαικής αφήγησης και της αποιδεολογικοποίησης, που προϋπήρχε αλλά οξύνθηκε στην Άνω και την Κάτω Πλατεία του Συντάγματος (λόγω και της δικής μας τελικά ηττημένης πολιτικής παρέμβασης), και δεν μπορεί παρά να κινείται μέσα στα πλαίσια του Επιχειρηματικού Κράτους Άμυνας/Ασφάλειας, επιδιώκοντας μια νέα φόρμουλα ταξικού συμβιβασμού. Στις νέες Πλατείες, παρά την παρουσία τάσεων αμφισβήτησης της πολιτικής της Ε.Ε, επικράτησαν οι τάσεις υποταγής στην εθνική ενότητα εργοδοτών-εργαζομένων για καλύτερη διαπραγμάτευση της θέσης του ελληνικού καπιταλισμού στην Ε.Ε και στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα. Η διαπραγμάτευση αυτή με τον τρόπο που πολιτικά εξελίσσεται, μετατρέπει τη τραγωδία της ταξικής ήττας του εργατικού κινήματος στη φάρσα της «εθνικής» και «υπερήφανης» διαπραγμάτευσης αστικών κρατών.
Υπό αυτή την οπτική πρέπει να εξετάσουμε και τη δική μας παρέμβαση στις πιο πρόσφατες «πλατείες» του Φεβρουαρίου, και όχι μόνο. Χωρίς η αυτοκριτική μας να αφορά αποκλειστικά τη «γεωγραφική» διάταξη των δυνάμεών μας, ούτε γενικά και αόριστα αν έπρεπε ή όχι να παρέμβουμε στις κινητοποιήσεις, οφείλουμε να δούμε κριτικά το πολιτικό πλαίσιο με το οποίο παρεμβήκαμε.
Καταρχάς εξαρχής δεν ήταν ξεκάθαρο τόσο στο εσωτερικό της οργάνωσης όσο - και πολύ περισσότερο - στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το πολιτικό σκεπτικό με το οποίο παρεμβαίνουμε - και βέβαια το ότι παρεμβαίνουμε σε κάθε κίνηση μαζών δεν αποτελεί πειστική απάντηση. Η παρέμβασή μας απευθυνόταν προς το διαταξικό αμάλγαμα που κατέβηκε στις πλατείες κατά βάση κάτω από την εθνική σημαία, με αίτημα την εφαρμογή του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ την οποία εμποδίζουν οι Γερμανοί;
Απευθυνόταν στην «αριστερή» κυβέρνηση ζητώντας της να υλοποιήσει μέρος του μεταβατικού προγράμματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, υπό την στήριξη του μαζικού κινήματος και την απειλή ριζοσπαστικοποίησής του; Είδαμε - με άλλα λόγια - την ευκαιρία να εφαρμόσουμε την θεωρητική μας επεξεργασία περί «κινηματικού εκβιασμού»;
Αν ισχύει το πρώτο, το πρόταγμα με το οποίο κατεβήκαμε ήταν ανεπαρκές καθώς ξέκοβε το - όντως επιτακτικό - ζήτημα της σύγκρουσης και εξόδου από ευρώ και ΕΕ από το ζήτημα του ποιος θα το υλοποιήσει, γεγονός που άφηνε ανοιχτό το δρόμο για μία εθνολαϊκιστική προσέγγιση, παραμερίζοντας το ταξικό και αφήνοντας ανοιχτή τη δυνατότητα ενσωμάτωσής του από τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης. Εκτός και αν υποθέσαμε ότι υποκείμενο της ανατροπής θα (μπορούσε να) είναι γενικά «ο λαός», και μάλιστα ένας λαός που διαδηλώνει κάτω από εχθρικές σημαίες, χωρίς να βρίσκεται στην πρωτοπορία το οργανωμένο εργατικό κίνημα. Έπρεπε λοιπόν στις Πλατείες να πάρουμε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, όπως π.χ να καλέσουμε ανοιχτή συνέλευση για τα εργασιακά, να στρέψουμε την κουβέντα από την εθνική διαπράγματευση στην ταξική πάλη εντός της ελλάδας .
Αν ισχύει το δεύτερο, τότε πρόκειται για μια προσέγγιση που έρχεται σε αντίθεση με τις εκτιμήσεις μας για το ΣΥΡΙΖΑ, ότι αποτελεί μία «κυβέρνηση αστικής διαχείρισης» του ολοκληρωτικού καπιταλισμού σε περίοδο κρίσης, που ήδη προεκλογικά έχει δώσει τα διαπιστευτήριά της στο κεφάλαιο και στηρίζεται από μερίδες του και γι’ αυτό κινείται όχι απλώς σε αντιλαϊκή κατεύθυνση, αλλά παγιώνει το «μνημονιακό» κεκτημένο της τελευταίας πενταετίας.


Επιχειρηματικό Πανεπιστήμιο και Φοιτητικό Υποκείμενο


Δεν υπάρχει οικονομολόγος, επιστήμονας, διεθνής οργανισμός ανά τον κόσμο που να μην αναγνωρίζει ότι η γνώση αποτελεί κορυφαίο παραγωγικό πόρο και άρα οι επενδύσεις στον τομέα αυτόν είναι από τις πλέον ζωτικές στην εποχή μας. Έτσι, σε ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες, οι επενδύσεις στην εκπαίδευση, στην έρευνα και ανάπτυξη και στην προώθηση της «κοινωνίας των γνώσεων» όχι μόνον έχουν προτεραιότητα, αλλά παρουσιάζουν και ετήσιους ρυθμούς ανόδου υψηλότερους από οποιονδήποτε άλλον κλάδο της οικονομίας.
Αθανάσιος Χ.Παπανδρόπουλος, Πρόεδρος του European Business Review (EBR), επίτιμος Πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων
«Στο καθεστώς της εκπαίδευσης : οι μορφές του συνεχούς ελέγχου και η πράξη της διαρκούς εκπαίδευσης στο σχολείο, η αντίστοιχη εγκατάλειψη κάθε έρευνας στα πανεπιστήμια, η εισαγωγή της «επιχείρησης» σε όλα τα επίπεδα της μαθητείας […]
[…] Πολλοί νέοι απαιτούν, παραδόξως, να τους παρέχονται «κίνητρα», αξιώνουν περιόδους μαθητείας και διαρκή εκπαίδευση· σ’ αυτούς έγκειται να ανακαλύψουν αυτό που πρόκειται να υπηρετήσουν, όπως οι πρόγονοί τους ανακάλυψαν, όχι χωρίς δυσκολία, τις πειθαρχίες».
Gilles Deleuze, Η κοινωνία του ελέγχου
Βασικός κινητήρας του Επιχειρηματικού Κράτους Άμυνας/Ασφάλειας και του ολοκληρωτικού καπιταλισμού είναι το Επιχειρηματικό Πανεπιστήμιο, που εξειδικεύει την ανάγκη του κεφαλαίου για καινοτομία, επιχειρηματικότητα, νέες σχέσεις εργασίας, εκμετάλλευση της γνώσης ως παραγωγικής δύναμης, αλλά και «τάξης και ασφάλειας» στο χώρο της εκπαίδευσης. Όπως αναλύεται με διάφορα παραδείγματα στην Εισήγηση, στο σύγχρονο πανεπιστήμιο παράγεται το ιδιαίτερο εμπόρευμα που λέγεται «εργασιακή δύναμη», μετατρέποντας τον άνθρωπο σε εργάτη γνώσης διαφορετικών ταχυτήτων, «καινοτόμο», «επιχειρηματικό», «παραγωγικό», «ανταγωνιστικό», «ευέλικτο» και πειθήνιο σωματικά και ιδεολογικά, για τις ανάγκες της άρχουσας τάξης. Στο επιχειρηματικό πανεπιστήμιο έχουμε, για την επίτευξη των παραπάνω στόχων, δύο βασικές λειτουργίες, την επιχειρηματική (που περιλαμβάνει ό,τι η εισήγηση περιγράφει ως «οικονομική» και «κατανεμητική» λειτουργία) και την πειθαρχική (ιδεολογική και σωματική πειθαρχία), που έχουν μια σχέση σκοπού προς μέσο. Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτές τις εξελίξεις πρέπει να κάνουμε την αναγωγή στις σχέσεις παραγωγής, και κυρίως στις νέες σχέσεις εργασίας, αλλά και στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στο σύγχρονο καπιταλισμό. Οι σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις καθορίζονται ιδιαίτερα από την ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνικής, είτε μετασχηματίζοντας την παραδοσιακή βιομηχανία και οργανώνοντάς την σε ανώτερο τεχνολογικά επίπεδο, είτε δημιουργώντας νέα είδη μισθωτής διανοητικής εργασίας, σε εθνικό και διεθνικό πλαίσιο-βλ. πολυεθνικές επιχειρήσεις, στρατηγική της Ε.Ε και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για την «νέα οικονομία της γνώσης», μέσα στον σκληρό ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό. Η γνώση μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε άμεση παραγωγική δύναμη για τις κερδοφόρες επιχειρήσεις, σε έμμεση σύνδεση μαζί τους (προγράμματα σπουδών που καθορίζονται σύμφωνα με τις τρέχουσες ανάγκες τους) ή και άμεση σύνδεση (έρευνα σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο). Η παραγόμενη γνώση, όμως, δεν αξιοποιείται μόνο για την έρευνα για την κερδοφορία, αλλά και για την έρευνα για την άμυνα/ασφάλεια του Ε.Κ.Α-χαρακτηριστικά παραδείγματα, εργασίες φοιτητών για το στρατό στο Πολυτεχνείο Κρήτης και τους Τοπογράφους. Ραγδαίες είναι οι αλλαγές και στις σύγχρονες παραγωγικές σχέσεις: σχέσεις ιδιοκτησίας, με συμπράξεις κράτους –ιδιωτών (εργολαβίες, ενοικίαση υποδομών του πανεπιστημίου, clusters, μεικτές συμβάσεις εργασίας του προσωπικού του πανεπιστημίου, σίτιση στέγαση συγγράμματα). Σχέσεις εργασίας, με ελαστασφάλεια, μαύρη απλήρωτη εργασία, part-time και mini jobs, μετανάστευση νέου εργατικού δυναμικού στο εξωτερικό. Και όλα αυτά υπό το καθεστώς μιας διαρκούς επιτήρησης στο πανεπιστήμιο (security, MAT έξω από τις σχολές), όπως συμβαίνει σε όλη τη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία με την επικράτηση των δογμάτων άμυνας/ασφάλειας, στο όνομα της διαρκούς διακινδύνευσης (βλ. τον Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας), ως προϋπόθεση της κερδοφορίας.


Η Διττή Ταυτότητα του Φοιτητή-Εργάτη


«Ἄρθρο 1. Ὁ φοιτητής εἶναι ἕνας νέος διανοητικός εργάτης»
Από το καταστατικό κείμενο το γαλλικο φοιτητικο συνδικαλισμο, πως ποτυπώθηκε πό τά μέλη τς θνικς νωσης τν Φοιτητν τς Γαλλίας (Union nationale des étudiants de France) τό 1946 στό συνέδριό τους στήν Grenoble2


«Το Κράτος, με το μέτρο των διαγραφών, επιδιώκει να εντατικοποιήσει τους ρυθμούς των σπουδών μας, να μας πειθαρχήσει και να μας εκπαιδεύσει ως πειθήνια όντα. Το Πανεπιστήμιο γίνεται, με αυτό τον τρόπο, πιο παραγωγικό για τα αφεντικά και προσελκύει περισσότερες επενδύσεις, αφού αποκτά κύρος. Έτσι, προωθείται η περαιτέρω επιχειρηματικοποίηση του. Ακόμη, άμεση επιδίωξη των κρατικών σχεδιασμών είναι να εμποδίσουν την πολιτικοποίηση των φοιτητών και των φοιτητριών και την συμμετοχή τους σε συλλογικές διαδικασίες και αγώνες. Τέλος, η εντατικοποίηση διαιρεί τους φοιτητές και τις φοιτήτριες σε εργατικούς και τεμπέληδες»
Αναρχικός Φοιτητής στο Indymedia
Το σύγχρονο επιχειρηματικό πανεπιστήμιο είναι υποχρεωμένο να προσαρμόζεται και να αναπροσαρμόζεται διαρκώς στις συνεχείς μεταβολές των παραγωγικών δυνάμεων και των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων. Η όλο και βαθύτερη πρόσδεση της εκπαιδευτικής λειτουργίας με τις επιχειρήσεις και την καπιταλιστική αγορά εργασίας, διαμορφώνει μια νέα ταυτότητα του φοιτητή-εργάτη. Σε αντίθεση με παλιότερα, ο σύγχρονος φοιτητής νιώθει πως με τη φοίτησή του εκτελεί μια αναγκαία εργασία μετασχηματισμού του ίδιου του εαυτού του σε εργασιακή δύναμη. Νιώθει ότι τα μαθήματα της σχολής του είναι υποχρέωσή του, η δουλειά στην οποία οφείλει να είναι παραγωγικός, συνεπής, και πάντα υπό το φόβο των πειθαρχικών, που φτάνουν μέχρι και την απειλή της διαγραφής του (την «απόλυσή» του). Μπαίνοντας στο πανεπιστήμιο δεν νιώθει στη φοιτητική ζωή του να έχει το χρόνο να γνωρίσει και να εξελίξει τον εαυτό του αναπτύσσοντας πολύπλευρα τη προσωπικότητά του και να κοινωνικοποιηθεί όπως θα ήθελε, και όλα αυτά γιατί δεν νιώθει να έχει εργασιακή και κοινωνική προοπτική, μέσα σε κατάσταση διάλυσης των εργασιακών δικαιωμάτων και ανεργίας. Άρα αποδομείται η ιδέα μιας αυτοτελούς φοιτητικής ταυτότητας, όπως αποδομείται η αίσθηση μιας αυτοτελούς φοιτητικής ζωής-και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα μια ισχυρή τάση απαξίωσης των φοιτητικών πολιτικών θεσμών.
Έτσι διαμορφώνεται μια διττή ταυτότητα του φοιτητή-εργάτη. Από τη μία μεριά, ο φοιτητής είναι σπουδαστής, εισάγεται στο πανεπιστήμιο, διαβάζει, δίνει εξετάσεις, δραστηριοποιείται στα πλαίσια της φοιτητικής κοινότητας. Από την άλλη μεριά, ο φοιτητής είναι φοιτητής-εργάτης, δηλαδή είτε αισθάνεται σαν ιδιόμορφος «εργάτης» του πανεπιστημίου που έχει συγκεκριμένα καθήκοντα και υποχρεώσεις και αξιολογείται για την απόδοσή του, είτε εργάζεται ήδη εκτός πανεπιστημίου, είτε αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως δυνάμει εργαζόμενο που πρέπει από τώρα να ανταγωνιστεί τους «συναδέλφους» του για μια θέση στην αγορά εργασίας, και ο φετιχισμός του εμπορεύματος και του χρηματικού κέρδους διεισδύει στην ταυτότητά του. Επιπλέον, η ταξική προέλευση του φοιτητή καθορίζει το πώς βλέπει την εργασιακή του προοπτική, και έτσι το φοιτητικό σώμα δεν είναι ενιαίο ούτε έχει ενιαία συμφέροντα, αλλά χωρίζεται ανάμεσα στους φοιτητές που βλέπουν εξασφαλισμένη την εργασιακή τους προοπτική και εκείνους που νιώθουν ότι δεν θα έχουν στον ήλιο μοίρα.
Με βάση αυτή τη διττή ταυτότητα του φοιτητή-εργάτη, πρέπει να σκεφτούμε όλες τις τάσεις ενσωμάτωσης και αντίστασης που αναπτύσσονται. Η διάκριση τάσεων χειραφέτησης-τάσεων υποταγής είναι μια διάκριση στο εσωτερικό της ταυτότητας του εκάστοτε υποκειμένου. Στο εργατικό υποκείμενο, η τάση υποταγής επικρατεί στο βαθμό που παραμένει πειθήνιο στο αφεντικό, ενώ η τάση χειραφέτησης επικρατεί όταν αυτό αμφισβητεί, αντιστέκεται, οργανώνεται ενάντια στην εξάρτησή του από τον εργοδότη. Στο σύγχρονο φοιτητή, όμως, στο βαθμό που αναγνωρίζουμε μια διττή ταυτότητα φοιτητή-εργάτη, πρέπει να δούμε τί σημαίνει η διάκριση των τάσεων χειραφέτησης και υποταγής ειδικά για αυτή τη διττή ταυτότητα.
Η ΥΠΟΤΑΓΗ
Από τη σκοπιά της «φοιτητικής» πλευράς της ταυτότητας, τάση υποταγής είναι η εναρμόνιση του φοιτητή με τα ακαδημαϊκά πρότυπα συμπεριφοράς και γνώσης (ιδεολογική πειθάρχηση). Από τη σκοπιά της «εργασιακής» πλευράς της ταυτότητας, τάση υποταγής σημαίνει υπακοή στο κυνήγι δεξιοτήτων, επιδόσεων, βαθμών και κοινωνικής ανέλιξης με γνώμονα τη στενά εργασιακή πραγματικότητα ή προοπτική. Στο επιχειρηματικό πανεπιστήμιο επικρατεί η τάση υποταγής, όχι κυρίως για λόγους φοιτητικής καθημερινότητας (π.χ σχέση καθηγητών-φοιτητών), αλλά κυρίαρχα για λόγους εργασιακής εξασφάλισης και ανέλιξης. Ο λόγος δηλαδή που υποτάσσονται οι φοιτητές στο σήμερα, είναι περισσότερο ο φόβος της εργασιακής περιπλάνησης και λιγότερο η αυθεντία των καθηγητών.
Η ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗ
Από τη σκοπιά της «φοιτητικής» πλευράς της ταυτότητας, τάση χειραφέτησης είναι η αντίσταση των φοιτητών και η συλλογική διεκδίκηση των φοιτητικών παροχών μέσα στα στενά πλαίσια του πανεπιστημίου (ιστορικό αποκορύφωμα στην ελλάδα ήταν το κίνημα του 2006-2007). Από τη σκοπιά της «εργασιακής» πλευράς της ταυτότητας, τάση χειραφέτησης είναι η αντίσταση των πληττόμενων φοιτητών με τη συνειδητοποίηση ότι έχουν κοινά συμφέροντα με τη νέα εργατική βάρδια και την εργατική τάξη. Στο βαθμό που αναγνωρίζουμε ότι δεν μπορεί σήμερα να προκύψει αυτοτελές φοιτητικό κίνημα που θα έχει διάρκεια και προοπτικές ουσιαστικής νίκης, η μόνη τάση χειραφέτησης που μπορεί να επικρατήσει πάνω στην τάση υποταγής και να ανατρέψει το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο, είναι η χειραφέτηση από την εργασιακή σκοπιά της ένωσης φοιτητών-εργαζομένων σε ένα ενιαίο υποκείμενο ανατροπής.
2 Σε μετάφραση και σχόλια του Ιάσονα-Κουτούφαρη-Μαλανδρίνου (http://bestimmung.blogspot.gr/2014/12/charte-de-grenoble.html)
Η Συγκυβέρνηση και το Επιχειρηματικό Πανεπιστήμιο
«Τα εισοδηματικά κριτήρια σε αντιδιαστολή με τις οριζόντιες ρυθμίσεις είναι μέτρο που μπορεί να μελετηθεί. Όμως ζητώ και από τους γονείς και τους μαθητές, όταν βάζουν στις επιλογές τους πανεπιστήμια που είναι μακριά από τον τόπο κατοικίας τους, να φροντίσουν να έχουν κατ' αρχήν τη δυνατότητα να φοιτήσουν τα παιδιά τους εκεί. Βεβαίως, με τη μεγαλύτερη δυνατή βοήθεια από την πολιτεία, την οποία θα δούμε πώς θα προσφέρουμε».
Αριστείδης Μπαλτάς, Αριστερός Υπουργός Ταξικής Παιδείας


Στην τωρινή συγκυρία, η σχεδόν άνευ όρων δέσμευση για υλοποίηση των επιταγών της άρχουσας τάξης από τη νέα κυβέρνηση και η δημόσια αλληλοστήριξη τους (βλ. δηλώσεις Σ.Ε.Β., Βαρδινογιάννη, Ελληνικής Φαρμακοβιομηχανίας), υποδηλώνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επιθυμεί να πραγματοποιήσει καμία ριζική αλλαγή της υπάρχουσας κοινωνικής κατάστασης με αποτέλεσμα να διατηρείται η ζοφερή, για το λαό και τη νεολαία, πραγματικότητα. Δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση ο χώρος της εκπαίδευσης και ειδικότερα της τριτοβάθμιας, καθώς η αναδιάρθρωση του αποτελεί βασικό στόχο του κεφαλαίου για την αύξηση της κερδοφορίας του και τη διεύρυνση της κυριαρχίας του. Παρά τις πρώτες κυβερνητικές εξαγγελίες για εν μέρει εκπληρώσεις αιτημάτων που έθεσε μαχητικά το φοιτητικό κίνημα ένα προηγούμενο διάστημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, τόσο προεκλογικά όσο και μετά την ανάληψη των νέων καθηκόντων του, δε φαίνεται διατεθειμένος να αντικρούσει την ουσία όλων των τελευταίων αναδιαρθρώσεων στο χώρο των πανεπιστημίων, δηλαδή την επιχειρηματικοποίηση αυτών.
Πιο συγκεκριμένα, ο πυρήνας του Ν.Διαμαντοπούλου μένει άθικτος από τις προτάσεις της νέας κυβέρνησης και η τάση επιχειρηματικοποίησης των πανεπιστημίων εξακολουθεί να υφίσταται. Η ιδιωτική χρηματοδότηση και η οικονομική συνεργασία πανεπιστημίων και επιχειρήσεων, αν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. γίνεται αποδεκτή από τη νέα ηγεσία του Υπ.Παιδείας και τις "αριστερές" πρυτανείες (βλ. Γεωπονικό). Παράλληλα παραμένουν οι κεντρικές κατευθύνσεις, πρώτον περί παραγωγής κατευθυνόμενης από το κεφάλαιο γνώσης-έρευνας από το πανεπιστήμιο και δεύτερον περί της όσο το δυνατόν μεγαλύτερης άντλησης υπεραξίας των φοιτητών-εργαζόμενων προς όφελος των ιδιωτών. Από τη Γεωπονική (επενδύσεις του Κοντέλλη) μέχρι τη Νομική με νομικές εταιρείες, ιδιωτικά κολλέγια κ.α) τη Πάντειο (Vodafone) τη Φαρμακευτική (Κορρές), την ΑΣΣΟΕ (Eurobank, Interamerican), μέχρι το ΕΜΠ (βλ. π.χ τη Μονάδα Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας του ΕΜΠ με την ίδρυση 7 επιχειρήσεων), όλες οι σχολές ενοποιούνται στα γνωστικά αντικείμενα, τα προγράμματα σπουδών, στις οργανωτικές τους δομές και στις στρατηγικές κατευθύνσεις με βάση τις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας και με όχημα το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο.
Αυτές τις κεντρικές κατευθύνεις του Ε.Κ.Α και του επιχειρηματικού πανεπιστημίου ακολουθεί πιστά η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, για αυτό το λόγο προσπαθεί να επιβάλλει την αστική ηγεμονία μέσα στο πανεπιστήμιο, όπως και στην κοινωνία, αξιοποιώντας συγκεκριμένα εργαλεία ενσωμάτωσης του φοιτητικού κινήματος και των εργαζομένων. Η ΕΦΕΕ, το Συμβούλιο Ιδρύματος, οι Σύγκλητοι, η πρόταση «ανοιχτής διαβούλευσης» με το Υπουργείο, είναι μερικά από τα μέσα κοινωνικής ειρήνευσης που θα χρησιμοποιήσει η συγκυβέρνηση στο πανεπιστήμιο. Αυτός ο τρόπος ενσωμάτωσης και αστικής ηγεμονίας διαφέρει από τον τρόπο αστικής πολιτικής της ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, αφού η προηγούμενη συγκυβέρνηση δεν μπορούσε να προβάλλει φιλολαικό-αριστερό προσωπείο έχοντας το βάρος της εφαρμογής αντεργατικών πολιτικών (Μνημόνια, λιτότητα, τσάκισμα των εργασιακών σχέσεων), και άρα δεν μπορούσε εύκολα να ενσωματώνει αλλά μόνο να καταστέλλει, ενώ η νέα «άφθαρτη» συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μπορεί να ενσωματώνει, και όχι μόνο να καταστέλλει, με την υπόσχεση ότι η επίλυση των προβλημάτων θα έρθει μέσω του κοινοβουλίου. Εμείς σε όλα αυτά απαντάμε ότι δεν μπαίνουμε στη λογική «συνδιοίκησης» και «διαλόγου», αλλά επιδιώκουμε με αγώνες επιβολής, που μπορεί να οδηγηθούν και έξω από τα όρια της αστικής νομιμότητας, το κοινωνικά αναγκαίο. Σε κάθε πρόταση της συγκυβέρνησης για διάλογο στο Υπουργείο Παιδείας σε κλειστά γραφεία, απαντάμε με διάλογο, σε μαζικές διαδικασίες των φοιτητικών συλλόγων, όπου το Υπουργείο θα έρθει να κριθεί από τους ίδιους τους φοιτητές και τους εργαζομένους για το αν μπορεί να ικανοποιήσει αιτήματά τους.


Αποτίμηση του Φοιτητικού Κινήματος
Όποιος δεν θυμάται το παρελθόν του, είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει
George Santayana, 1863-1952, Ισπανοαμερικανός φιλόσοφος


Αποτιμώντας το φοιτητικό κίνημα των τελευταίων μηνών, θεωρούμε ως πιο σημαντικούς κόμβους τους αγώνες που δόθηκαν από τους διοικητικούς εργαζομένους των πανεπιστημίων, τους αγώνες ενάντια στην αυταρχικοποίηση των πρυτανικών αρχών με αποκορύφωμα τις ημέρες του Πολυτεχνείου, αλλά και τις κινητοποιήσεις για τον απεργό πείνας Νίκο Ρωμανό.
Ο αγώνας των διοικητικών έδειξε σημάδια συγκρότησης ενός κοινού υποκειμένου αντίστασης φοιτητών-εργαζομένων, με την ανάδειξη πρωτοποριών βάσης μέσα από την απεργιακή τους επιτροπή, και το συντονισμό με άλλα κομμάτια εργαζομένων του πανεπιστημίου. Οι πρωτοπορίες αυτές, παρότι είχαν μειοψηφικούς όρους, προχώρησαν σε επιθετικές δράσεις σαμποτάροντας τη λειτουργία του επιχειρηματικού πανεπιστημίου, προκαλώντας κεντρικό κοινωνικό πολιτικό γεγονός. Σε αυτή τη κρίσιμη πολιτική συγκυρία η ΕΑΑΚ απέδειξε στη πράξη ότι δεν έχει την πολιτική γραμμή εκείνη που θα εκφράσει αυτές τις νέες τάσεις αντίστασης απέναντι στο επιχειρηματικό πανεπιστήμιο, και δεν μπόρεσε να συνολικοποιήσει εξ αρχής τον αγώνα των διοικητικών ως κοινό αγώνα φοιτητών-εργαζομένων. Παρ’όλα αυτά, δεν έχει γίνει ακόμη ουσιαστική αποτίμηση του αγώνα αυτού από την ΕΑΑΚ και την Νκα.
Απέναντι στην αυταρχικοποίηση των πρυτανικών αρχών, που ήρθε να επιταχύνει την εμπέδωση τάξης και ασφάλειας (ΜΑΤ, security, επίδειξη ταυτοτήτων) στο επιχειρηματικό πανεπιστήμιο, η ΕΑΑΚ απαντούσε συχνά κάνοντας επίκληση στο παλιό δημοκρατικό κεκτημένο των φοιτητών που είχαν τη δυνατότητα να παρευρίσκονται μέσα στις Συγκλήτους. Ηγεμονευτήκαμε από τις λογικές των συμμάχων, αλλά και από αυθόρμητα αντανακλαστικά φοιτητών που δεν μπορέσαμε να τα μετασχηματίσουμε, που προέβαλλαν την υπεράσπιση του προηγούμενου «δημοκρατικού» πανεπιστημίου με ένα μονοσήμαντο τρόπο, και την παραίτηση του Φορτσάκη στοχοποιώντας μόνο το πρόσωπο, αντί να αναδεικνύουν πώς το κάθε τέτοιο πρόσωπο αποτελεί τη φυσική παρουσία των επιχειρήσεων-εταιρειών στα πανεπιστήμια.
Όσον αφορά το ζήτημα των διαγραφών, αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσε να συγκροτηθεί φοιτητικό κίνημα στη βάση αυτή (σε αντίθεση με όσα έλεγαν η ΑΡΑΝ, η ΑΡΑΣ και που τελικά ηγεμόνευσαν τη ΝΚΑ). Και αυτό γιατί, με βάση την ανάλυσή μας για το φοιτητή-εργάτη, και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι φοιτητές των μεγαλύτερων ετών είναι πιο κοντά στην είσοδό τους στην αγορά εργασίας (ή την ανεργία), άρα είναι ακόμα πιο ισχυρή η τάση εργασιακής υποταγής, δεν μπορούσε να συγκροτηθεί τέτοιο κίνημα με καθαρά φοιτητικό προσανατολισμό-η τάση χειραφέτησης θα μπορούσε να είναι μόνο στη βάση της εργασιακής ταυτότητας και των εργασιακών διεκδικήσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις φοιτητικές συνελεύσεις όλων των σχολών οι υπό διαγραφή των μεγαλύτερων ετών είχαν πολύ μικρή συμμετοχή, αφού δεν αναγνώριζαν τον εαυτό τους ως κομμάτι του φοιτητικού σώματος.
Όλες αυτές οι κινητοποιήσεις που έβγαλαν τους φοιτητές για ένα σημαντικό διάστημα στο δρόμο, κορυφώθηκαν τις ημέρες του Πολυτεχνείου. Τις μέρες αυτές εμφανίστηκαν στην πιο καθαρή τους μορφή οι πολιτικές μας αδυναμίες και η έλλειψη συγκεκριμένου πολιτικού σχεδίου που θα έβαζε στόχο την ενοποίηση του φοιτητικού ρεύματος αμφισβήτησης με ευρύτερους κοινωνικούς αγώνες (ΕΡΤ, καθαρίστριες κ.α) με κέντρο αγώνα το Πολυτεχνείο και συντονισμό φοιτητών-εργαζομένων. Αντί για αυτό, δεν κάναμε ούτε καν συντονισμό φοιτητικών συλλόγων, ενώ το είχαμε ιεραρχήσει πολύ ψηλά στην Ολομέλεια σπουδάζουσας. Από τη στιγμή λοιπόν που δεν είχαμε ένα τέτοιο πολιτικό σχέδιο που να το πιστεύουμε και να το εφαρμόσουμε, ήταν επόμενο να λείπει η πολιτική βούληση αλλά και τα αντανακλαστικά για την υπέρβαση των ορίων της αστικής νομιμότητας, ενώ υπήρχε μάχιμη μερίδα αγωνιζόμενων που είχε τη διάθεση να συγκρουστεί και να συμμετέχει σε συντονιστικό των συλλόγων.
Η έλλειψη πολιτικού σχεδίου, ο φόβος προς τον άγνωστο πειραματισμό του κινήματος και η αδυναμία υπέρβασης των ορίων της αστικής νομιμότητας, φάνηκαν και στη πολιτική μας στάση απέναντι στις κινητοποιήσεις για το Ρωμανό, με άλλο τρόπο. Η διαφορετική μας αντίληψη για το δημοκρατικό ζήτημα και τις λαϊκές ελευθερίες σε σχέση με το κίνημα αλληλεγγύης που προέκυψε, μας οδήγησε λανθασμένα σε μια φοβικότητα να παρέμβουμε (με μικρές εξαιρέσεις την κατάληψη του server της Πληροφορικής), να συντονιστούμε, και να αλληλεπιδράσουμε πολιτικά με όλο αυτό το διάχυτο ριζοσπαστικό δυναμικό της νεολαίας, και δικαιολογήσαμε τις αδυναμίες μας αυτές βάζοντας την ταμπέλα πως όλο αυτό ήταν «αναρχικό κίνημα». Οι διαδικασίες της οργάνωσης (ακτίφ) έγιναν όταν ήταν ήδη πολύ αργά. Πολύς κόσμος της οργάνωσης αυθόρμητα και χωρίς απόφαση συμμετείχε σε κινητοποιήσεις για το Νίκο Ρωμανό, την ώρα που ο αναρχικός χώρος είχε προχωρήσει σε δεκάδες καταλήψεις δημοσίων κτιρίων και σχολών, με σημαντικές στιγμές την κατάληψη της ΓΣΕΕ και του Εργατικού Κέντρο Θεσσαλονίκης (δράση που η ΝΚΑ και το ΝΑΡ πρότειναν σε άλλες αγωνιστικές συλλογικότητες, όμως δεν την υλοποιήσαμε). Δεδομένων των πολιτικών ελλείψεων του αναρχικού χώρου αλλά και της δικής μας απόφασης να μην παρέμβουμε ενεργά στο κίνημα αυτό, ήταν φυσικό και επόμενο να ηγεμονεύσει η κοινοβουλευτική λογική ικανοποίησης των αιτημάτων του Ρωμανού και η ενσωμάτωση του ριζοσπαστικού δυναμικού που είχε απελευθερωθεί σε μια λογική υποστήριξης του αφηρημένου δικαιώματος στην Παιδεία και τη Δημοκρατία.
Στο κείμενο της εισήγησης δεν γίνεται ουσιαστική αποτίμηση για όλα τα παραπάνω. Εμείς δεν ιεραρχούμε τις εκλογικές επιδόσεις της ΕΑΑΚ ως τόσο σημαντικό κριτήριο για την αποτίμηση της δράσης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στο χώρο της εκπαίδευσης, άλλωστε η ΚΝΕ είχε μεγαλύτερη εκλογική άνοδο από την ΕΑΑΚ, παρότι δεν έχει πραγματική σχέση με το φοιτητικό κίνημα
Η ΕΑΑΚ, ο Αντικαπιταλιστικός Πόλος και οι άλλες πολιτικές δυνάμεις στο Φοιτητικό Κίνημα
«Το «αυθόρμητο» από αναπτυσσόμενη μορφή χειραφέτησης ανακηρύχτηκε συλλήβδην σε εχθρό. Η σωστή αντίληψη για τη μη υπόκλιση απέναντί του μετατράπηκε τελικά όχι σε προσπάθεια επαναστατικού μετασχηματισμού του αλλά σε πρακτική ισοπέδωσης κάθε αντικαπιταλιστικού σκιρτήματος, σε υπόκλιση τελικά απέναντι στα κοινοβουλευτικά δόγματα και τις μορφές της αστικής πολιτικής»
Κώστας Τζιαντζής, Για το Επαναστατικό Υποκείμενο της Εποχής μας


Η Νκα καλείται να παίξει πρωταγωνιστικό πολιτικό ρόλο στο νεολαιίστικο κίνημα, προβάλλοντας εμφατικά την αντικαπιταλιστική, αντιεργοδοτική και αντικρατική στόχευση του κοινωνικού αγώνα, με την αναγκαία ανάδραση με τους αγώνες που ξεσπούν. Το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα, με διαγραφή όλου του χρέους και αντικαπιταλιστική-διεθνιστική έξοδο από Ε.Ε και ΝΑΤΟ, είναι αναγκαίος όρος για την ικανοποίηση όλων των ουσιαστικών αναγκών και επιθυμιών των φοιτητών-εργατών, της σύγχρονης νεολαίας, της νέας εργατικής βάρδιας, και με αυτό το πολιτικό πρόγραμμα επιδιώκουμε τη συγκρότηση κοινών πολιτικών πλαισίων με ανώτερο όργανο απόφασης τις γενικές συνελεύσεις. Πέρα από τις γενικές συνελεύσεις και το πολιτικό αντικαπιταλιστικό μέτωπο που πρέπει να υπηρετήσει η ΕΑΑΚ, η Νκα πρέπει να προχωρήσει στη συγκρότηση ενός ευρύτερου αντικαπιταλιστικού πόλου, πρωτοβουλίες αγώνα που εξειδικεύουν το αντιεργοδοτικό και αντικρατικό περιεχόμενο με δράσεις ενάντια στην επιχειρηματική λειτουργία και τα ιδιωτικά κέρδη στα πανεπιστήμια για τις ανάγκες των φοιτητών και εργαζομένων. Τέτοιες πρωτοβουλίες αγώνα στοχοποιούν εκ των πραγμάτων κάθε κρίσιμη πλευρά του επιχειρηματικού πανεπιστημίου αλλά και τα ιδιωτικά συμφέροντα των εργολαβιών, των ιδιωτών που κερδίζουν από τη σίτιση, τη στέγαση, τα συγγράμματα, χωρίς να περιορίζουν την αντικαπιταλιστική πρακτική και μετωπική δράση στο πλαίσιο της ΕΑΑΚ. Μια τέτοια λογική, στην οποία πρέπει να προχωρήσει η Νκα και η ΕΑΑΚ, πολιτικοποιεί σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση τον αγώνα για τις «μικρές» υλικές διεκδικήσεις ( τις οποίες πρέπει να εξειδικεύσει η κάθε σχολή), και οι οποίες, μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο πάλης και όχι ως σκέτα αιτήματα επιβίωσης, μπορούν να χτίσουν αντικαπιταλιστική συνείδηση. Οι πρωτοβουλίες αυτές θα πρέπει να έχουν χαρακτήρα και πολιτικής οικοδόμησης και επιβολής, με τη λογική «είτε ικανοποιείτε τα αιτήματά μας, είτε σαμποτάρουμε την επιχειρηματική λειτουργία του πανεπιστημίου», ή, « αν δεν ικανοποιήσετε τα αιτήματά μας, δεν σταματάμε τον αγώνα μας ενάντια στην επιχειρηματική λειτουργία του πανεπιστημίου».
Eνώ το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο όπως και το κράτος μετασχηματίζεται δομικά για να εξυπηρετεί τις ανάγκες του σύγχρονου καπιταλισμού , υπάρχουν ωστόσο εντός του πυκνώσεις της επιχειρηματικής λειτουργίας σε επίπεδο παραγωγής άμεσου κέρδους μέσω ερευνητικών ιδιωτικών προγραμμάτων , αυτή η συγκεκριμένη λειτουργία προσδίδει στο πανεπιστήμιο ρόλο άμεσου διαμεσολαβητή και επιστάτη του κέρδους των επιχειρήσεων. Αυτό είναι αρκετά χρήσιμο υπό την οπτική ότι ένα σταμάτημα της συγκεκριμένης αυτής λειτουργίας αποτελεί άμεσο εκβιασμό (βλ αντίστοιχα απεργία) για διεκδίκηση της πληρωμής της υπερεργασίας που αποσπάστηκε στους ίδιους τους φοιτητές. Σε επίπεδο συνθημάτων, θα πρέπει να λέμε "να πληρώσουν για το πανεπιστήμιο αυτοί που το εκμεταλλεύονται εμπορικά " κ.α. Μια τέτοια πρακτική προϋποθέτει και οδηγεί συνεχώς στην ενοποίηση φοιτητών μεταπτυχιακών εργαζόμενων στο πανεπιστήμιο. Σε αυτόν τον ευρύτερο αντικαπιταλιστικό αγωνιστικό πόλο, χωράνε άτομα που δεν βλέπουν τον εαυτό τους ούτε στις οργανώσεις της αριστεράς, ούτε αναρχία, ούτε στις γραφειοκρατικοποιημένες δομές του φοιτητικού κινήματος, αλλά και μπορεί να εγκλωβίζονται σε αυτές.
Η ΕΑΑΚ, μέσα στη συγκυρία της καπιταλιστικής κρίσης, οφείλει να ξεπεράσει την μεγάλη γραφειοκρατικοποίηση σε όλες τις διαδικασίες της, από τα σχήματα και τα συντονιστικά πόλης μέχρι τα πανελλαδικά διήμερα, με τεράστια ευθύνη για τη γραφειοκρατικοποίηση αυτή, των οργανώσεων της ΕΑΑΚ, και της Νκα. Θεωρούμε ότι η ΕΑΑΚ, με πρωτοβουλία της Νκα, πρέπει να προχωρήσει αποφασιστικά στα εξής: α) πολιτική ενοποίηση της ΕΑΑΚ με ιδρυτική διακήρυξη, από την ύφεση μέχρι την έξαρση του κινήματος β) με προϋπόθεση την πολιτική ενοποίηση, να μετασχηματιστεί η ΕΑΑΚ σε ΕΑΑΚ των μελών (και όχι πρώτα τα μέλη και μετά η πολιτική ενοποίηση). «Μέλη» είναι όσοι αυτοπροσδιορίζονται ως εαακίτες/εαακίτισες και επιθυμούν να συμμετέχουν στις διαδικασίες της ΕΑΑΚ, αλλά ταυτόχρονα αναγνωρίζονται από το ίδιο τους το σχήμα ως «μέλη». Τα μέλη των πολιτικών οργανώσεων της ΕΑΑΚ είναι αυτομάτως μέλη της ΕΑΑΚ, πράγμα που συμβαίνει ουσιαστικά και σήμερα. Και γ) συγκρότηση οργάνων με αιρετούς ανακλητούς αντιπροσώπους των σχημάτων σε όλα τα επίπεδα απόφασης. Όλα αυτά τα προτείνουμε, για να έχουν στην ΕΑΑΚ και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων ουσιαστικό λόγο όλοι οι σχηματίες, και όχι μια κλειστή ομάδα εαακιτών, αλλά και γιατί μόνο με την εγγύηση της δημοκρατικής λειτουργίας του μετώπου μπορεί να υπάρξει πραγματική διαπάλη πολιτικών γραμμών και αντιλήψεων. Όσον αφορά την πολιτική ενοποίηση της ΕΑΑΚ, το περιεχόμενο της πολιτικής διακήρυξης θα πρέπει να είναι το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα όπως παρουσιάστηκε παραπάνω. Επιπλέον, η ΝΚΑ θα πρέπει να παλέψει η ΕΑΑΚ να κατοχυρώσει πολιτικά την πάλη ενάντια στην επιχειρηματική δραστηριότητα και την ιδιωτική πρωτοβουλία των αφεντικών.
Αν όλα τα παραπάνω είναι αναγκαία για την αντικαπιταλιστική πάλη μέσα στα πανεπιστήμια, αυτό σημαίνει ότι άλλες πολιτικές δυνάμεις όπως η ΑΡΕΝ, η ΚΝΕ, η αναρχία/αυτονομία, με διαφορετικό η καθεμιά τρόπο, δεν αποτελούν, όπως λειτουργούν και με την πολιτική στάση τους, στρατηγική πρωτοπορία του φοιτητικού-εργατικού κινήματος. Η ΑΡΕΝ, με κορμό την κυβερνητική νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί στην ουσία της τον πολιτικό εκφραστή της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στα πανεπιστήμια. Η στάση μας απέναντι στην ΑΡΕΝ στις σχολές πρέπει να καθορίζεται από ένα γενικό βασικό κριτήριο: σε σχολές που η ΑΡΕΝ δεν έχει σημαντικές δυνάμεις, πρέπει να την εξαφανίσουμε σαν πολιτικό ρεύμα αρνούμενη την πολιτική συνεργασία μαζί της, ενώ σε σχόλες που μετρά σημαντικές πολιτικές δυνάμεις, τονίζοντας πως η νεολαία ΣΥΡΙΖΑ είναι κυβερνητική νεολαία, καλούμε την ΑΡΕΝ στη πράξη να αποδείξει ότι δεν είναι κυβερνητική δύναμη μέσα στα πανεπιστήμια, ακολουθώντας το δικό μας αναγκαίο πολιτικό σχέδιο. Όσον αφορά την ΚΝΕ, συμφωνώντας με την εισήγηση στην πολιτική περιγραφή της, θεωρούμε ότι ο μετωπικός αντικαπιταλιστικός πόλος όπως τον έχουμε διατυπώσει, μπορεί με κοινές δράσεις ενάντια στην επιχειρηματική λειτουργία και την ιδιωτική πρωτοβουλία να διεμβολίσει αυτό το δυναμικό και να παραγάγει μετατοπίσεις ακόμα και στο ίδιο το εσωτερικό της. Όσον αφορά την αναρχία/αυτονομία, συμφωνούμε με πλευρές της κριτικής της εισήγησης, ωστόσο πρέπει να μπορούμε να διακρίνουμε τις διαιρέσεις στο εσωτερικό της, από τη στιγμή που με τα πιο σοβαρά πολιτικά κομμάτια συνεργαζόμαστε στο κίνημα (π.χ EΣΕ, Ροσινάντε που συνεργαζόμαστε στο Σ.Μ.Τ, στην Εργατική Λέσχη Νέας Σμύρνης, στο Σύλλογο Υπαλλήλων Βιβλίο Χάρτου και αλλού) ή επιδιώκουμε να συνεργαστούμε.
Υπάρχει όμως ένα πολύ μεγαλύτερο ρεύμα στη νεολαία που δεν βρίσκει πολιτική εκπροσώπηση ,και στο οποίο παλεύουν η τάση υποταγής με την τάση χειραφέτησης, και στις δύο πλευρές της ταυτότητας του φοιτητή-εργάτη (φοιτητική, εργασιακή), όπως τις περιγράψαμε παραπάνω. Η τάση υποταγής σημαίνει ένα ρεύμα απολίτικου κυνικού νεολαιίστικου δυναμικού, το οποίο συγκροτείται ενεργητικά στην περίοδο του κινήματος ως αντιδραστική δύναμη, για να «ανοίγει» τις σχολές, να φωνάζει τα ΜΑΤ, να σπάνε τις καταλήψεις, να απαξιώνει κάθε συλλογική διαδικασία και αντίσταση. Από την άλλη μεριά, η τάση χειραφέτησης σημαίνει ένα ρεύμα γενικής αμφισβήτησης, ένα ρεύμα που αντιλαμβάνεται πως η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων δεν το χωράει, πως η όποια κυβέρνηση δεν έχει κανένα μέλλον να του υποσχεθεί. Με αυτό το ρεύμα πρέπει να συναντηθούμε στη λογική και της ΕΑΑΚ και του αντικαπιταλιστικού πόλου, με μια «βουτιά» σε αυτό τον κόσμο της αμφισβήτησης.


ΑΝΤΑΡΣΥΑ + Μετωπική Συμπόρευση
Εάν δεν γνωρίζεις ούτε τον εχθρό ούτε τον εαυτό σου, να είσαι βέβαιος ότι σε κάθε μάχη θα βρίσκεσαι εκτεθειμένος στον κίνδυνο.
Sun Tzu, πριν από περίπου 2.350 χρόνια
Κάτω από τη λήθη, τις ψευδαισθήσεις ή τα ψέματα που προσπαθούν να μας πείσουν για τις φυσικές αναγκαιότητες ή τις λειτουργικές απαιτήσεις της τάξης, θα πρέπει να ανακαλύψουμε τον πόλεμο: είναι ο κώδικας της ειρήνης. Διχάζει μονίμως ολόκληρο το κοινωνικό σώμα. Τοποθετεί τον καθένα μας στο ένα ή το άλλο στρατόπεδο. Και δεν αρκεί να υιοθετήσουμε τον πόλεμο ως αρχή ερμηνείας. Θα πρέπει να τον αναβιώσουμε, να αφήσουμε κατά μέρος της κρύφιες και αφανείς μορφές υπό τις οποίες συνεχίζεται εν αγνοία μας και να προκαλέσουμε μιαν αποφασιστική μάχη, για την οποία θα έχουμε προετοιμαστεί θέλοντας να είμαστε εμείς οι νικητές
Michel Foucault, Για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας


Αν απλοποιήσουμε λίγο τη σύνθετη κατάσταση στην Αριστερά (ρεφορμιστική και επαναστατική), δύο πολιτικές τάσεις αναπτύσσονται, αν βάλουμε σε παρένθεση την σχετική ακινησία (παρά τις διαφωνίες στο εσωτερικό του) του ΚΚΕ: από τη μια μεριά, η τάση συγκρότησης ενός εθνικού-λαικού μετώπου, με περισσότερο ή λιγότερο αριστερό πρόσημο, που θα σχηματίσει μια εθνική-λαϊκή ή ‘’αριστερή’’ κοινοβουλευτική κυβέρνηση. Από την άλλη μεριά, η κομμουνιστική επαναθεμελίωση, η επαναθεμελίωση της κριτικής στο κράτος και το κεφάλαιο, το νέο εργατικό υποκείμενο, το κριτήριο της ταξικής πάλης και του κοινωνικού ανταγωνισμού, και όχι οι συμφωνίες κλειστών γραφείων ή οι εθνικές διαπραγματεύσεις. Στη γλώσσα της Θεωρίας των Παιγνίων, η διαπάλη μεταξύ των δύο τάσεων είναι ένα «Παίγνιο Μηδενικού Αθροίσματος», δηλαδή τα κέρδη του ενός παίκτη είναι ίσα με τη ζημιά του άλλου: όσο δεν κερδίζει έδαφος η τάση της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, μετρώντας πραγματικά βήματα στους κοινωνικούς αγώνες και την επαναστατική θεωρία, κερδίζει αναπόφευκτα έδαφος η εθνολαική κυβερνητική τάση, και το αντίστροφο. Αυτές οι δύο τάσεις, όπως αντανακλώνται τεθλασμένα στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αποτελούν και τις δύο διαφορετικές ερμηνείες του μεταβατικού προγράμματος. Η πρώτη μας λέει ότι το μεταβατικό πρόγραμμα, σε πλευρές του (π.χ έξοδος από το ευρώ), θα το υλοποιήσει μια «μεταβατική», αριστερή ή εθνική-λαική κυβέρνηση, και πως αυτό είναι «ριζοσπαστικό» και αριστερό. Η δεύτερη, ότι το μεταβατικό πρόγραμμα είναι εργαλείο μετασχηματισμού της συνείδησης προς την αντικαπιταλιστική επανάσταση. Όλη η διαπάλη γίνεται, σε τελική ανάλυση, μεταξύ των δύο αυτών πολιτικών πόλων.
Xαρακτηριστικό παράδειγμα ενός πολιτικού σχεδίου αντιπαραθετικού προς τη Νκα και το ΝΑΡ, είναι αυτό που βλέπουμε να ξεδιπλώνεται σε βιβλίο που εκδόθηκε πρόσφατα με τίτλο Ο μόνος δρόμος είναι ο δεύτερος δρόμος –Ευρώ ή Δραχμή; Σχέδιο Β3, στο οποίο συμβάλλουν με τα κείμενά τους, συμφωνώντας με τη γενική κατεύθυνση, και οι σύντροφοι Πέτρος Παπακωνσταντίνου, Λεωνίδας Βατικιώτης, Παναγιώτης Σωτήρης, Γιώργος Βασσάλος και οι Κώστας Λαπαβίτσας (βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ), Δ.Μπελαντής (Κ.Ε ΣΥΡΙΖΑ). Η μάχη που έχουν να δώσουν η Νκα και το ΝΑΡ απέναντι στη λογική ενός τέτοιου σχεδίου είναι βαθιά πολιτική, και δεν χωρά αφηρημένες κατηγορίες και συναισθηματικές επικλήσεις, αλλά μόνο πράξεις στο εργατικό και κοινωνικό κίνημα και πολιτικοθεωρητικό, αποδεικτικό λόγο.
Με βάση τα παραπάνω, κρίνουμε την πολιτική συμφωνία ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ ως υποχώρηση από την στρατηγική της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, και τη σύναψη συμμαχιών με βάση αυτή τη στρατηγική. Το πρώτο πρόβλημα αυτής της εκλογικής συνεργασίας έχει τυπικό χαρακτήρα. Στο Σώμα του ΝΑΡ αποφασίστηκε η μετωπική συμπόρευση στη βάση του μεταβατικού προγράμματος αλλά όχι η συγκεκριμένη συνεργασία με την ΠΑΜΕΣ στην οποία συμμετέχουν η ΑΡΑΝ και η ΑΡΑΣ, ενώ ταυτόχρονα συμμετέχουν και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Οι τακτικισμοί αυτοί των συμμάχων δεν επιτρέπουν να ηγεμονεύσει η γραμμή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του ΝΑΡ, αφού το μέτωπο δεν συγκροτείται με όρους ισοτιμίας. Ως προς το ουσιαστικό ζήτημα, αφενός το τελικό κείμενο συμφωνίας έχει υποχωρήσεις και από το μεταβατικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα (βλ. εσωτερικό κείμενο του σ. Β.Μινακάκη), αφετέρου, ως προς την πολιτική ουσία, το πρόβλημα είναι η ίδια η αντικαπιταλιστική συγκρότηση και πρακτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Για παράδειγμα, όταν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ συμμετέχουν αντιλήψεις όπως η ΑΡΑΣ, δεν μπορεί κανείς να αρνείται πολιτικά τη συμμετοχή του Σχεδίου Β, που έχει ουσιαστικά το ίδιο πολιτικό πρόγραμμα. Επομένως, το ερώτημα είναι αν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να αλλάξει κατεύθυνση, και να ενοποιηθεί πάνω από όλα στη γραμμή της στο εργατικό κίνημα και στους ευρύτερους κοινωνικούς αγώνες (π.χ γειτονιές, μαθητικό, αντιφασιστικό, μεταναστευτικό), ώστε να υπάρχουν προοπτικές επαναστατικοποίησης του πολιτικού της προγράμματος.
Όμως, για να μπορέσουν η Νκα και το ΝΑΡ να παρέμβουν αποτελεσματικά μέσα σε οποιοδήποτε μέτωπο, θα πρέπει να εμβαθύνουν στην πολιτική τους ταυτότητα, να γνωρίσουν δηλαδή καλύτερα τον εαυτό τους, που είχε εξ αρχής τρεις βασικές ορίζουσες: τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, την κομμουνιστική επαναθεμελίωση και το νέο εργατικό κίνημα. Διαφορετικά, η Νκα και το ΝΑΡ δεν θα παλεύουν με αποφασιστικότητα την ηγεμονία της πολιτικής τους ταυτότητας, αλλά θα ισορροπούν απλά ανάμεσα στις διαφορετικές πολιτικές τάσεις, μην μπορώντας με σαφήνεια να διακρίνουν τις προωθητικές από τις εχθρικές για την κομμουνιστική απελευθέρωση. Το πρόβλημα δεν είναι απλώς η μία ή η άλλη πολιτική αντίληψη στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με την οποία έχουμε μικρότερη ή μεγαλύτερη συνεννόηση, ούτε ο ένας ή ο άλλος σύντροφος και η μία ή η άλλη συντρόφισσα. Το πιο θεμελιακό πρόβλημα είναι να μην μπορεί να διακρίνει κανείς τις τάσεις χειραφέτησης και τις τάσεις υποταγής που μας διαπερνούν εσωτερικά όλους.
3 http://www.politeianet.gr/books/9786185042004-sullogiko-korontzis-o-monos-dromos-einai-o-deuteros-dromos-221207
Σκέψεις για ένα πλαίσιο πάλης


«Αναμφίβολα, το όπλο της κριτικής δεν μπορεί να αντικαταστήσει την κριτική των οπλών, η υλική δύναμη δεν μπορεί να νικηθεί παρά μόνο από την υλική δύναμη, αλλά και η θεωρία γίνεται κι αυτή δύναμη αφότου κατακτήσει τις μάζες»
Karl Marx, Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου


Η πάλη για τις αναγκαίες κατακτήσεις από το φοιτητικό κίνημα περνάει μέσα από το ζήτημα του καθολικού ανατρεπτικού αγώνα απέναντι στις καπιταλιστικές επιταγές. Στο έδαφος της σημερινής κρίσης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού πρέπει να φοβηθούν ότι θα χάσουν πολλά για να κάνουν μια ουσιαστική παραχώρηση. Ειδικά εν μέσω του πυρήνα της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης η αστική εξουσία δεν πρόκειται να παραχωρήσει σπιθαμή από τις βασικές μεταρρυθμίσεις χωρίς έναν ανατρεπτικό πολιτικό εκβιασμό. Για να επιτευχθεί αυτό είναι αναγκαία όσο ποτέ μία κοινωνική συμμαχία με τα πιο σκληρά εκμεταλλευόμενα από το κεφάλαιο κομμάτια που βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνικής αναπαραγωγής, την νέα εργατική βάρδια και την σύγχρονη εργατική τάξη. Οι δυνάμεις της νΚΑ και της ΕΑΑΚ πρέπει να είναι οι εκφραστές της αναγκαιότητας δημιουργίας ενός πολιτικά επικίνδυνου αντικαπιταλιστικού πολιτικού ρεύματος μέσα και έξω από τις σχολές που θα καταφέρνει να ενοποιεί τις επιμέρους αντιστάσεις. Μόνον εάν αντιληφθεί η συντριπτική πλειοψηφία της νέας γενιάς κι ένα ανυπότακτο κομμάτι της κοινωνίας πως ο αγώνας για άλλη εκπαίδευση είναι αγώνας όλης της κοινωνίας θα έχει προοπτική ο αγώνας του φοιτητικού κινήματος. Μόνον εάν καταφέρουμε να συνδεθούμε οργανικά με αυτά τα κομμάτια και τα συμπαρασύρουμε στο κίνημα θα μπει φρένο στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση.
Επιπλέον, είναι αναγκαίο να πάρουμε πολύ περισσότερες πρωτοβουλίες, ως ΕΑΑΚ και Νκα, ώστε να βαθύνει η σύνδεση των φοιτητών των σχολών με τους αντίστοιχους εργασιακούς κλάδους τους (οι φοιτητές γεωπονικής με τους γεωπόνους, οι φοιτητές νομικής με τους μισθωτούς δικηγόρους, κ.α). Μέσα από την κοινή πάλη για τα εργασιακά φοιτητών-εργατών και εργαζομένων μπορεί να δημιουργηθεί μια πρωτότυπη ενότητα σε κλαδική βάση, που θα είναι η υλική βάση της αντικαπιταλιστικής συνείδησης και θα συνδέει τη μάχη ενάντια στο επιχειρηματικό πανεπιστήμιο με την ευρύτερη ταξική πάλη. Και εμείς ως Νκα, πρέπει να βαθύνουμε τη σύνδεση Νκα-Ναρ σε κλαδικό επίπεδο, φέρνοντας σε μόνιμη επικοινωνία και συνεργασία τους φοιτητές, τους νέους εργαζομένους και τα μέλη του ΝΑΡ, σε κλαδική βάση.
Αντίστοιχα πρέπει να επανεξετετάσουμε τις μορφές πάλης μας. Είναι απαραίτητο να υπερβούμε το φετιχοποιημένο πρότυπο της κατάληψης την οποία κρατάει μία χούφτα επαγγελματιών-συνδικαλιστών με βάρδιες, επανανοηματοδοτώντας το στην κατεύθυνση της υλοποίησης των ανεξάρτητων κέντρων αγώνα.
Καταλήψεις με εξώστρεφες πολιτικές εκδηλώσεις, διαύλους ζύμωσης όχι μόνο με το φοιτητικό σώμα αλλά και με τα πληττόμενα λαϊκά στρώματα, τον κόσμο της εργασίας, νέους ανέργους κλπ. Τόπος συνάντησης του κινήματος της νεολαίας και του εργατικού κινήματος, αλλά και του κοινωνικού περιθωρίου αστέγων και μεταναστών. Καταλήψεις πανεπιστημιακών κτιρίων και οικειοποίησή τους από το φοιτητικό σύλλογο με τη λογική της φοιτητικής-εργατικής Λέσχης.
Ορμητήρια οργανωμένων κινητοποιήσεων και ακτιβισμών.
Πολιτικός και κινηματικός συντονισμός μεταξύ τους από το μικρο- μέχρι το μεγα-επίπεδο.
Εργαστήρια εργατικής-απελευθερωτικής παιδείας και αυτομόρφωσης, εναλλακτικού πολιτισμού και λαϊκής διασκέδασης.
Θεωρούμε πως είναι αναγκαίος ο πειραματισμός ανά σχολή, με πρωτότυπες μορφές δράσεων και εκδηλώσεων σε ευρύτερη αντικαπιταλιστική, αντιεργοδοτική και αντικρατική/αντικατασταλτική κατεύθυνση. Βλέπουμε ως διδακτικό παράδειγμα την εκδήλωση-συνέλευση του Οικονομικού Νομικής σε περίοδο όξυνσης της καταστολής , το πλαίσιο της οποίας ήταν το εξής: «με σκοπό το δημόσιο διάλογο για την οργάνωση ενός από τα κάτω οργανωμένου κινήματος που θα θέσει ζήτημα όχι μόνο υπεράσπισης-αλληλεγγύης των διωκόμενων αγωνιστών-κινημάτων, αλλά υπεράσπισης-διεύρυνσης των σύγχρονων λαικών ελευθεριών. Συνολικής αναμέτρησης και ανατροπής της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων στην ελληνική κοινωνία. Εμείς ο Φοιτητικός Σύλλογος Οικονομικού ΕΚΠΑ που βρεθήκαμε στην δίνη της βαρβαρότητας και είδαμε δύο μέλη του Φ.Σ να είναι τραυματισμένα από τα ΜΑΤ καλούμε τους αγωνιστές και τα κοινωνικά κινήματα να διαμορφώσουμε το περιεχόμενο και την κατάληξη των όποιων πρωτοβουλιών […] Ο κατάλογος των ομιλητών είναι ανοιχτός και καλούμε κάθε τάση του κινήματος που βρίσκεται στο στόχαστρο να έρθει και να τοποθετηθεί. Θα υπάρχει συνεχής ροή ενημέρωσης των συμμετεχόντων. Έως τώρα: Καθαρίστριες ΥΠ.ΟΙΚ, διωκόμενο μέλος από το Δίκτυο Σπάρτακος, συλληφθέντας από την Αντιφασιστική Πορεία στο Κερατσίνι, δικηγόρος Κώστας Φαρμακίδης, Κυριάκος Μουτίδης(διωκομένος), δικηγόρος Αντωνία Λεγάκη, εκπρόσωπος Σχολικών Φυλάκων, Άντα Παπαδήμα (διωκόμενη), Παναγιώτης Σωτήρης (Πανεπιστημιακός),Μαριος Λωλος,(Φωτορεπόρτερ),Πολυχρονιάδης (Παρεμβάσεις), Έφη Γαρίδη(Εθελοντρια στο Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών),Λουβρου (εργαζόμενη μέλος του ΣΜΤ) Σύριοι πολιτικοί προσφυγες,Επιτροπή αλληλεγγύης Τούρκων και Κούρδων "ο αγώνας", ΚΕΔΔΕ, Περιοδικό σχεδία,Ένωση Αφρικανων Γυναικών,Μαθητές,ertopen Συντονιστικό Κατάληψης Φοιτητικού Συλλόγου Οικονομικου Συντονιστικό Κατάληψης Φοιτητικού Συλλόγου Νομικής Συντονιστικό Κατάληψης Φοιτητικού Συλλόγου Πολιτικού Συντονιστικό Κατάληψης Φοιτητικού Συλλόγου Γεωπονικής Συντονιστικό Κατάληψης Φοιτητικού Συλλόγου Φυσικού»
Ο μεγαλύτερος μας εχθρός, σύντροφοι, αυτή τη στιγμή είναι η εμπέδωση της κανονικότητας με τη νέα συγκυβέρνηση, από τους φοιτητές και η σίγαση κάθε ριζοσπαστικών αντανακλαστικών.
Να κοινωνικοποιήσουμε το ζήτημα της κριτικής του περιεχομένου της μόρφωσης και της εργασίας ακριβώς την στιγμή που ο κυρίαρχος αλλά και μεγαλύτερο κομμάτι της Αριστεράς προσπαθεί να το θάψει. Τα μέσα της μη ειρήνης στο Πανεπιστήμιο πρέπει πέρα από το τρίπτυχο καταλήψεις-συνελεύσεις-διαδηλώσεις να είναι τολμηρά και μη αναμενόμενα από την πλευρά του κράτου και του κεφαλαίου και να τους καταφέρνουν οδυνηρά πλήγματα.. Η παύση π.χ των ερευνητικών προγραμμάτων με όρους κινηματικής επιβολής και σαμποτάζ όχι απλά θα βάλει το ζήτημα του εργατικού ελέγχου στο Πανεπιστήμιο αλλά ταυτόχρονα θα λειτουργήσει εκβιαστικά προς το κεφάλαιο που έχει εναποθέσει σε ένα μεγάλο βαθμό το ερευνητικό σκέλος της ανάπτυξής του στα Πανεπιστήμια. Για την αποσαφήνιση της λογικής του σαμποτάζ του επιχειρηματικού πανεπιστημίου, με αυτό εννοούμε: α) τη χαρτογράφηση και δημοσιοποίηση όλων των ερευνητικών προγραμμάτων και των χορηγιών του πανεπιστημίου β) την αξιολόγησή τους από τον φοιτητικό-εργατικό έλεγχο γ) την αξιοποίηση περιουσίας των πανεπιστημίων για τις ανάγκες των φοιτητών-εργαζομένων. Μια ευφάνταστη χρησιμοποίηση της περιουσίας του Πανεπιστημίου που ξεπουλιέται (π.χ. κατάληψη στέγης για φοιτητές από την επαρχία, νέους ανέργους κλπ) θα μπλόκαρε επίσης την τάση για ιδιωτικοποίηση της πανεπιστημιακής περιουσίας ως μορφή επιδότησης στο κεφάλαιο αλλά και θα δρούσε ως μορφή επανοικειοποίησης του χώρου και οικοδόμησης ανατρεπτικών κοινωνικών σχέσεων.
Πέρα από τα προγράμματα πάλης και τους στόχους που βάζει η εισήγηση, των οποίων την ιεράρχηση πρέπει να συζητήσουμε συλλογικά, πρέπει ως Νκα και ΕΑΑΚ, με βάση όλα τα παραπάνω, να πειραματιστούμε και με νέες μορφές πολιτικής παρέμβασης, σε επίπεδο σχολών και σχημάτων, ειδικά στις σχολές και τα σχήματα που έχει πέσει κατακόρυφα η πολιτικοποίηση του συλλόγου. Ανάμεσα σε άλλα, να επιδιώξουμε να επανοικειοποιηθούμε την εγκαταλειμμένη λέσχη σίτισης στην Αραχώβης και να τη μετατρέψουμε σε φοιτητική-εργατική λέσχη, αλλά και να τη συνδέσουμε με άλλες πρωτοβουλίες, όπως θα μπορούσε να ήταν η κατάληψη του Λα Μιράζ από ένα ευρύτερο κοινωνικό δυναμικό. Να συντονίζουμε τους φοιτητικούς συλλόγους και τις καταλήψεις για πολιτική παρέμβαση σε χώρους εργασίας και δημόσιες υπηρεσίες, όπως στο μετρό, εγχειρήματα στα οποία θα μπορούσαν να συμβάλλουν πρωτοβουλίες όπως η Attack και Λάντζα.
Απαίτηση φοιτητικού μισθού για κάθε απλήρωτη εργασία σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο (έρευνες κ.α) που αξιοποιείται για την κερδοφορία ιδιωτών.
Ριζική αύξηση της χρηματοδότησης της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες της, με ανατροπή της οικονομικής ιεράρχησης των καπιταλιστικών προϋπολογισμών, που δίνουν περισσότερα λεφτά στο στρατό και την αστυνομία και λιγότερα για παιδεία και υγεία, αίτημα που οδηγεί αναγκαία στην αντικαπιταλιστική ανατροπή.


Για την εσωτερική και πολιτική λειτουργία της Νκα
«Ο Διαφωτισμός καταλήγει να έχει ο ίδιος με τον εαυτό του την αντιδικία που είχε πρωτύτερα με την πίστη, και διαιρείται σε δύο κόμματα. 
   Ένα κόμμα επιβεβαιώνεται ως ο νικητής μόνο εκ του ότι διακρίνεται σε δύο κόμματα. Γιατί έτσι δείχνει ότι κατέχει στον εαυτό του την αρχή που αντιμαχόταν και συνεπώς ότι έχει άρει την μονομέρεια με την οποία εμφανίσθηκε πρωτύτερα. Το ενδιαφέρον, που μοιραζόταν ανάμεσα σ'αυτό και το άλλο, εμπίπτει τώρα πλήρως σ'αυτό και λησμονεί το άλλο, γιατί βρίσκει μέσα σ'αυτό το ίδιο την αντίθεση που το απασχολεί. Συνάμα όμως η αντίθεση έχει υψωθεί στο ανώτερο νικηφόρο στοιχείο όπου εκτίθεται αποκαθαρμένη. Οπότε το σχίσμα που δημιουργείται σ'ένα κόμμα, φαινομενικά μια ατυχία, αποδεικνύει μάλλον την καλή του τύχη».
G.W.F.Hegel, Η Φαινομενολογία του Πνεύματος
Γράφει το κείμενο της εισήγησης: «Οι διαφορετικές απόψεις δεν μπορεί να αφορούν και να αναιρούν ζητήματα της στρατηγικής μας (κομμουνιστική προοπτική, βασικές θεμελιακές αρχές, όπως αυτές διατυπώνονται στις αποφάσεις συνδιασκέψεων και συνεδρίων)». Συμφωνούμε απόλυτα ειδικά σε αυτό το κομμάτι που αφορά την εσωτερική λειτουργία της οργάνωσης και την εξώστρεφη έκφραση των πολιτικών διαφωνιών. «Βασικές θεμελιακές αρχές» και «ζητήματα στρατηγικής» στην ιστορία του Νέου Αριστερού Ρεύματος για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση θεωρούμε την στάση απέναντι στον κρατικό και αστικοκοινοβουλευτικό μηχανισμό και το κεφάλαιο, την οποία σε όλα τα συνέδρια του ΝΑΡ θεωρούμε ξεκάθαρα ενάντια στις λογικές κοινοβουλευτικής μετάβασης στο σοσιαλισμό, όπως και ενάντια σε λογικές καπιταλιστικής ανάπτυξης με εθνικό πρόσωπο.
Θεωρούμε ότι, υπό τον όρο τήρησης των στρατηγικών μας κεκτημένων για να μπορούμε να συνεννοούμαστε, οι πολιτικές αντιθέσεις πρέπει να ανοίγονται στο εσωτερικό μας με πολύ πιο διάφανο και σαφή τρόπο από ό,τι συμβαίνει τώρα, και πως σε κάθε τέτοια αντιπαράθεση δεν ταιριάζουν τα μόνιμα κακεντρεχή πηγαδάκια ούτε τα «συντροφικά μαχαιρώματα». Εργατικός πολιτισμός εντός της οργάνωσης δεν μπορεί να σημαίνει παρά μόνο ειλικρινή, ανοιχτή και πολιτική κουβέντα, χωρίς προσωπικές εμπάθειες και στοχοποιήσεις, χωρίς ηγεμονισμούς, αλλά και χωρίς αυτό να σημαίνει λογικές ορθόδοξου ειρηνικού κεντρισμού ή σιγή πολιτικού νεκροταφείου. Αυτό που λείπει συχνά από την οργάνωσή μας είναι η δημιουργική πολιτικοθεωρητική ένταση, αντί για την αδράνεια, η ανώτερη πολιτική στράτευση και πολιτική διαπάλη αντί για την αποστράτευση ή την περιθωριοποίηση μελών. Όχι δύο μέτρα και δύο σταθμά στη κριτική όσων «αποκλίνουν», όχι δύο μέτρα και δύο σταθμά στην αντιμετώπιση των «μεγάλων προσωπικοτήτων» έναντι των «μικρών και άσημων» μελών. Και μια άλλου τύπου στράτευση. Όπως ακριβώς το βάζει το κείμενο της Εισήγησης, μεταφέροντας την απόφαση της 4ης Συνδιάσκεψης:

«Χαρακτηριστικό κάθε μέλους της νΚΑ πρέπει να είναι η συνειδητή έκφραση των επαναστατικών ιδεών σε κάθε χώρο και μέτωπο, η διαμόρφωση ανατρεπτικής στάσης ζωής σε κάθε πλευρά της δραστηριότητας και της κοινωνικής ζωής. Να εμπεριέχει το κριτήριο της επαναστατικής πράξης, να αποτελεί «καθρέπτη» του «κομμουνισμού στο σήμερα», να δίνει κάθε στιγμή το παράδειγμα της αγωνιστικής στάσης στους συναδέλφους, τους συμφοιτητές, τους συμμαθητές, τους συστρατιώτες. Να λειτουργεί ο ίδιος πρώτα από όλα ως πυρήνας έκφρασης των αξιών της κομμουνιστικής κοινωνίας σε όλη τη νεολαία. Τελικά, το κάθε μέλος είναι κριτήριο για το αν οι ιδέες και η πρακτική της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης αποτελούν ενοποιητική πρόταση για τη νεολαία στο σήμερα, για το αν η δυνατότητα του κομμουνισμού είναι υπαρκτή και δυναμώνει. Στο πρόσωπο του κάθε μέλους θέλουμε να αποτυπώνεται ταυτόχρονα η έννοια του κοινωνικού πρωτοπόρου αγωνιστή, του πολιτικού προσώπου και του ιδεολογικού παραγωγού και διαμορφωτή.»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου