Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Ανθρωπιστικές επιστήμες, καπιταλισμός και επιχειρηματικό πανεπιστήμιο

1] Οι ανθρωπιστικές σπουδές στο εκπαιδευτικό μας σύστημα

Οι «ανθρωπιστικές σπουδές» είναι σπουδές πάνω στις διάφορες «επιστήμες του ανθρώπου». Οι τελευταίες ορίζουν το γνωστικό τους αντικείμενο με βάση το ερώτημα «τί είναι ο άνθρωπος» και τα επακόλουθά του. Η περίφημη διάκριση σε «θεωρητική» και «θετική κατεύθυνση» αντανακλά έναν καταμερισμό ανάμεσα στις θετικές επιστήμες που μελετούν το Είναι του αντικειμενικού κόσμου όπως υπάρχει ανεξάρτητα από τον άνθρωπο, και στις «θεωρητικές» επιστήμες (ή ανθρωπιστικές επιστήμες, ή κοινωνικές επιστήμες, θα χρησιμοποιούμε τους όρους ισοδύναμα, παρά τις ειδικές αποχρώσεις τους) που μελετούν το Είναι του Ανθρώπου, με τρόπο που τον διακρίνει από τα φυσικομαθηματικά αντικείμενα, σε σχέση δηλαδή με την ανθρώπινη συνείδηση, τους θεσμούς και την κοινωνία μέσα στην οποία ζει. Μεταξύ των δύο κατευθύνσεων, υπάρχει σύμφωνα με τις διακρίσεις που ακολουθεί και η ελληνική δευτεροβάθμια εκπαίδευση η «τεχνολογική κατεύθυνση», ενώ όλες οι κατευθύνσεις διακλαδίζονται σε επιμέρους επιστημονικά πεδία. Όπως διαβάζουμε σε ένα εγχειρίδιο της διεύθυνσης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης Α’Αθήνας με τίτλο Συμβουλευτική και Πληροφόρηση σε Θέματα Επαγγελματικού Προσανατολισμού1:
«Κάθε κατεύθυνση οδηγεί σε επιστημονικά πεδία, δηλαδή:
ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ:

1ο Επιστημονικό πεδίο:

Ανθρωπιστικές, Νομικές& Κοινωνικές Επιστήμες (π.χ. Δικηγόρος, Φιλόλογος, Ψυχολόγος, Δημοσιογράφος, κ.λ.π.)

ΘΕΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ:

2ο Επιστημονικό Πεδίο: Θετικές επιστήμες
(π.χ. Μαθηματικός, Φυσικός, Χημικός, Πληροφορική, Στρατιωτικές σχολές, κ.λ.π.)

3ο Επιστημονικό Πεδίο: Επιστήμες Υγείας (π.χ. Ιατρός, Φαρμακοποιός,
Διαιτολόγος, Παραϊατρικά επαγγέλματα, κ.λ.π.)

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ:

4ο Επιστημονικό Πεδίο: Τεχνολογικές Επιστήμες π.χ.
(Πολιτικός Μηχανικός, Χημικός Μηχανικός, Ναυπηγός, Πληροφορική, Ικάρων, Γραφιστική, Φωτογραφία, κ.λ.π.)

5ο Επιστημονικό Πεδίο: Επιστήμες Οικονομίας–Διοίκησης
(π.χ. Οικονομικά, Μάρκετινγκ, Λογιστική, Εμπορία και Διαφήμιση, Τουριστικά, κ.λ.π.)»

Οι παραπάνω διακρίσεις αντανακλούν βασικά τον τεχνικό καταμερισμό εργασίας, αλλά και την κυρίαρχη ιδεολογία στον καπιταλισμό. Ο κεφαλαιοκρατικός καταμερισμός εργασίας απαιτεί τον κατακερματισμό των εργασιών και την εξειδίκευσή τους, ώστε να αυξάνεται η παραγωγικότητα της σύνθετης, μορφωμένης εργασιακής δύναμης (η οποία αντιδιαστέλλεται με την «απλή» εργασία του μέσου ανειδίκευτου εργάτη, στην οποία υπερισχύουν τα χειρωνακτικά στοιχεία) άρα και η αποδοτικότητα του κεφαλαίου, που εξαρτάται πάνω από όλα από την παραγωγικότητα της εργασιακής δύναμης. Η εξειδίκευση των επαγγελμάτων στον καταμερισμό της εργασίας ως ανάγκη του κεφαλαίου φέρνει την εξειδίκευση των γνωστικών αντικειμένων και των σπουδών τους, που οργανώνονται από  κρατικά και ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα,  ΑΕΙ-ΤΕΙ, κολλέγια κ.α. Ο κατακερματισμός εργασίας και γνωστικών αντικειμένων στα εκπαιδευτήρια μέσα στα οποία παράγεται το ιδιαίτερο εμπόρευμα «ειδικευμένη εργασιακή δύναμη», αποπνέει και μια κυρίαρχη ιδεολογία, η οποία στερεώνεται από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, αλλά πηγάζει πρώτα από όλα από τις ίδιες τις καπιταλιστικές, εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής. Η ιδεολογία αυτή χωρίζει με σινικά τείχη τις «θεωρητικές» από τις «θετικές» και τις «τεχνολογικές» επιστήμες, ενώ όσο αναπτύσσεται η τεχνολογική υποδομή του καπιταλισμού και η ανάγκη του για κερδοφόρα έρευνα στις εφαρμοσμένες επιστήμες, τόσο φορτίζονται με θετικό πρόσημο οι «θετικές» και «τεχνολογικές» επιστήμες και με αρνητικό οι «θεωρητικές». Οι «θεωρητικές-ανθρωπιστικές επιστήμες» φαίνονται λιγότερο σημαντικές για την κερδοφορία των επιχειρήσεων, πιο γενικόλογες, όχι τόσο δεκτικές αυστηρών υπολογισμών, άρα και λιγότερο πρακτικά χρήσιμες.
Ωστόσο, μια γρήγορη ματιά στα επιστημονικά πεδία των κατευθύνσεων, αρκεί για να δείξει τα όρια όλων αυτών των διαχωρισμών. Η «τεχνολογική κατεύθυνση» προσανατολίζεται σε επαγγέλματα που έχουν τόσο φυσικομαθηματικό, όσο και «ανθρωπιστικό»-κοινωνικό χαρακτήρα, ειδικά αν κοιτάξουμε από τα παραπάνω το 5Ο επιστημονικό πεδίο (οικονομικά, διοίκηση επιχειρήσεων μάρκετινγκ, εμπορία και διαφήμιση, τουριστικά κ.α). Ο  διαχωρισμός της τεχνολογικής κατεύθυνσης κυρίως από τη θεωρητική (βάσει και της σύνθεσης των μαθημάτων), είναι ιδεολογικά φορτισμένος από τη στιγμή που θέλει να διαχωριστεί από τη «θεωρητική» κατεύθυνση και τις ανθρωπιστικές επιστήμες, ως καθαρά «τεχνική», υπολογίσιμη και μετρήσιμη, υπόθεση. Αν πάρουμε για παράδειγμα τα οικονομικά και τη διοίκηση επιχειρήσεων, αυτά δεν είναι μόνο ζήτημα μαθηματικών υπολογισμών, αλλά και στάθμισης κοινωνικών-θεσμικών παραμέτρων και κοινωνικών δεξιοτήτων. Στο  4ο επιστημονικό πεδίο της τεχνολογικής κατεύθυνσης, περιέχονται επαγγέλματα που μοιάζουν με αυτά των «θετικών επιστημόνων», δίνουν έμφαση όμως σε τεχνικές-τεχνολογικές εφαρμογές (πολιτικός μηχανικός, χημικός μηχανικός, πληροφορική, γενικά «πολυτεχνικές σχολές»). Η παράδοξη θέση των «τεχνολογικών» σχολών, που τείνουν στις θετικές αλλά δεν ταυτίζονται με αυτές, έχει να κάνει με την ιδιαιτερότητα των τεχνολογικών εφαρμογών. Η τεχνολογία και η τεχνική είναι δημιούργημα του ανθρώπου, όμως δεν είναι απλώς ανθρώπινη-κοινωνική, αφού αποτελείται από κατασκευές που μπορούν να ιδωθούν και από υπολογιστική μαθηματική και μηχανική, χημική και φυσική σκοπιά. Βρίσκεται σε σχέση με τις βασικές επιστήμες όμως και σε απόσταση από αυτές, πιο κοντά στη πρακτική χρήση των επιστημονικών γνώσεων.
Στην «θετική κατεύθυνση», εκτός από τις «σκληρές» επιστήμες του αντικειμενικού Είναι του κόσμου(μαθηματικός, φυσικός κ.α) έχουμε, στο 3ο επιστημονικό πεδίο, τις επιστήμες της Υγείας (ιατρική, βιολογία κ.α). Η ιδιαιτερότητα αυτών των επιστημών είναι η μελέτη του ανθρώπου ως γνωστικού αντικειμένου από βιολογική-σκοπιά. Υπό αυτή την έννοια, ο λόγος που διακρίνονται από τις ανθρωπιστικές επιστήμες δεν είναι το διαφορετικό αντικείμενο μελέτης (ο άνθρωπος) αλλά η σκοπιά από την οποία το εξετάζουν. Έτσι ιδεολογικά προδικάζεται πως για παράδειγμα η ιατρική και η βιολογία είναι επιστήμες του ανθρώπου ανεξάρτητες από τις «κοινωνικές» επιστήμες. Το ιδεολόγημα του «εγκληματικού γονιδίου» και ευρύτερα ο βιολογικός ντετερμινισμός που ταξινομεί σε ράτσες τους ανθρώπους (ρατσισμός), δεν είναι παρά μια συνέπεια αυτού του διαχωρισμού.
Κατά τον ίδιο τρόπο, οι θεωρητικές-ανθρωπιστικές επιστήμες δεν μπορούν να διαχωριστούν, παρά μόνο τεχνητά δηλαδή ιδεολογικά, από τη μελέτη της φύσης, της βιολογίας, των μαθηματικών κ.α. Όπως είπαμε όμως, αυτοί οι διαχωρισμοί δεν είναι απλή ιδεολογική προπαγάνδα, αλλά προκύπτουν από την ίδια τη ζωή και τον καταμερισμό της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, με τις μορφές συνείδησης που αυτή φέρει.
Για τον κλασικό μαρξισμό των Μάρξ-Ένγκελς, η ιστορία είναι μια «φυσικοιστορική διαδικασία», που σημαίνει πως για τη μελέτη των κοινωνικών σχηματισμών και της πορείας της ανθρωπότητας στη γη, λαμβάνονται υπόψη όλες οι διαστάσεις, η γεωφυσική, η μαθηματική, η χημική και βιολογική, η παραγωγική-οικονομική, η κοινωνική-θεσμική, σε μια σφαιρική θεώρηση των πραγμάτων. Ο διαχωρισμός «επιστήμες της φύσης» και «επιστήμες του ανθρώπου» δεν είναι απολύτως ψεύτικος, αφού η γη υπήρχε πριν από την εμφάνιση του ανθρώπου, όμως αίρεται με τη μελέτη από κοινού φυσικών και κοινωνικών επιστημών, και την εξήγηση των υλικών και πνευματικών διαδικασιών με βάση τη λογική και ιστορική σειρά των πραγμάτων.
Οι ανθρωπιστικές επιστήμες, έχοντας ως αντικείμενό τους τον άνθρωπο και τις κοινωνικές σχέσεις, είναι περισσότερο διαμεσολαβημένες από την κυρίαρχη ιδεολογία, σε σχέση με τις θετικές και τεχνολογικές επιστήμες. Έτσι η ιδεολογική λειτουργία των ανθρωπιστικών σπουδών είναι πιο έντονη και απροκάλυπτη. Οι ανθρωπιστικές σπουδές σχετίζονται ανοιχτά με αξίες, συμπεριφορές, ιστορία, πολιτισμούς, αναπόφευκτα μέσα από το πρίσμα του καπιταλισμού. Όμως έχουν αντικειμενική διάσταση, στο βαθμό που μπορούν, από συντηρητική σκοπιά, να βοηθούν τους καπιταλιστές στην διακυβέρνηση των ανθρώπων (που στις επιστήμες του ανθρώπου τίθενται ως γνωστικό, υπολογίσιμο αντικείμενο), ενώ από επαναστατική-κριτική σκοπιά, οι επιστήμες του ανθρώπου με βάση της θετικές και τεχνολογικές επιστήμες, τροφοδοτούν την επιστήμη του ιστορικού υλισμού.
2] Η γέννηση των επιστημών του ανθρώπου
Η ανάγκη του νεώτερου αστικού κράτους για πιο ακριβή γνώση στην οποία να βασίζει τις αποφάσεις του, προκάλεσε την εμφάνιση νέων κατηγοριών της γνώσης ήδη κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα. Μέχρι τον 16ο αιώνα το πανεπιστήμιο ήταν ένας θεσμός για λίγους και προνομιούχους των κυβερνητικών θώκων, στενά δεμένος με την εκκλησία.
 Πριν το 1200, περίοδος που η Ευρώπη είχε ήδη τέσσερα αναγνωρισμένα πανεπιστήμια (πανεπιστήμιο του Παρισιού, της Μπολόνιας, της Οξφόρδης και το πανεπιστήμιο του Σαλέρνου), η έννοια που αποδίδουμε στο πανεπιστήμιο στη σύγχρονη εποχή (university) ήταν συγγενής με τη λατινική λέξη universitas (συντεχνία). Αυτό ακριβώς συνιστούσαν και τα πρώτα πανεπιστήμια, τουτέστιν συντεχνίες φοιτητών ή καθηγητών χωρίς δικές τους εγκαταστάσεις και κτίρια, γεγονός το οποίο τους ωθούσε εκ των πραγμάτων στη μίσθωση χώρων και αιθουσών. Ουσιαστικά μέχρι το 1300 τα πανεπιστήμια (universitas) που είχαν ιδρυθεί στην Ευρώπη  (περί τα είκοσι) λειτουργούσαν ως εκπαιδευτικά ιδρύματα για τον ανώτερο κλήρο, υλοποιώντας στην πραγματικότητα την πρωτοβουλία του τάγματος των Δομινικανών. Από τούδε και έπειτα όλες οι σχολές εξελίσσονται και ο αριθμός των πανεπιστημίων αυξάνεται θεαματικά, δίχως την απροκάλυπτη δεσποτεία της Εκκλησίας, φτάνοντας στις αρχές του 16ου αιώνα (1500) τον αριθμό των εβδομήντα εννέα.  Ο όρος ο οποίος ταυτιζόταν με το σημερινό πανεπιστήμιο ήταν "γενικός κύκλος μαθημάτων" (studium generale) και αποτελούσε έναν τίτλο που μόνο ο πάπας ή ο αυτοκράτορας είχε τη δικαιοδοσία και την εξουσία να αποδώσει. Τα πανεπιστήμια διακρίνονταν από τις κατώτερες σχολές, λόγω της ύπαρξης στον κύκλο των μαθημάτων τους και μίας εκ των «ανώτερων» σχολών, όπως θεωρούνταν η σχολή της ιατρικής, του κανονικού δικαίου, του αστικού δικαίου και τέλος της θεολογίας. Ιδιαιτέρως η σχολή της θεολογίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως η «βασίλισσα» των ανώτερων τεχνών, αν αναλογιστούμε το γεγονός ότι και τα ίδια τα πανεπιστήμια προήλθαν μέσα από τους κόλπους της.  

Τα πανεπιστήμια της Ευρώπης επηρεάστηκαν από το πνεύμα της σχολής της Σαρτρ (Chartre), μίας φιλοσοφικής και θεολογικής σχολής του 11ου και 12ου αιώνα στον καθεδρικό ναό της ομώνυμης γαλλικής πόλης. Η διδασκαλία σ' αυτή τη σχολή χαρακτηρίζεται από έναν ουμανισμό διαμορφωμένο μέσα από τη μελέτη των αρχαίων φιλοσόφων και από την αναζήτηση μιας σύνθεσης μεταξύ της γνώσης του φυσικού κόσμου και της εξ αποκαλύψεως αλήθειας· ένας ουμανισμός ο οποίος έθετε τον άνθρωπο στο κέντρο της επιστήμης, της φιλοσοφίας, ακόμα και της θεολογίας του. Η Σαρτρ αποτελούσε το μεγάλο επιστημονικό κέντρο του 12ου αιώνα.  Επιπλέον στη Γαλλία, πλην της σχολής της Σαρτρ, το 1229 ιδρύεται από τον πάπα Γρηγόριο Θ’ το πανεπιστήμιο της Τουλούζης,  το οποίο και εξελίσσεται σε σπουδαίο κέντρο της νομικής επιστήμης. Επίσης  λειτουργεί και το πανεπιστήμιο της Ορλεάνης κατέχοντας την πρωτοκαθεδρία όσον αφορά το ρωμαϊκό δίκαιο, όπως επίσης και η Παναγία των Παρισίων φημισμένο κέντρο σπουδών, κατά τον 12ο και τον 13ο αιώνα. Συν τοις άλλοις, σπουδαστές που είχαν αποσκιρτήσει από το πανεπιστήμιο της Μπολόνια ιδρύουν και άλλα πανεπιστήμια στην Ιταλία, όπως για παράδειγμα το πανεπιστήμιο της Πάδουα και της Φλωρεντίας.  
Τα βασικά μαθήματα που διδάσκονταν στις μοναστηριακές σχολές και τις σχολές των καθεδρικών ναών ήταν οι «επτά ελευθέριες τέχνες». Αυτές αποτελούνταν από τα τρία μαθήματα του trivium, ήτοι τη γραμματική, τα λατινικά και τη ρητορική τέχνη, και τα τέσσερα μαθήματα του quadrivium, όπου περιλαμβάνονταν οι θετικές επιστήμες, δηλαδή τα μαθηματικά και η γεωμετρία, η μελέτη της μουσικής και τέλος η αστρονομία. Στα μέσα του Μεσαίωνα λειτουργούσαν σχολές σε όλη την Ευρώπη, όπου διδάσκονταν και οι  «επτά ελευθέριες τέχνες». Ο σχολιασμός αποτελούσε τη μέθοδο έρευνας σε όλες τις ανώτερες σχολές· σύμφωνα με αυτήν τη μέθοδο, ο δάσκαλος σχολίαζε θεμελιώδη επίσημα κείμενα, τα οποία θεωρούνταν υπεράνω αμφισβήτησης, ενώ τα ερμηνευτικά σχόλια (glosses) πάνω σε αυτά τα κείμενα, τα οποία γράφονταν στα περιθώρια ή και ανάμεσα στις αράδες, είχαν ως απώτερο σκοπό να καταδείξουν την εγκυρότητα αυτών των κειμένων ανά τους αιώνες και παράλληλα να αναδείξουν τη σύγχρονή τους ισχύ.

Μπορούμε να πούμε ότι η μετάβαση από το πανεπιστήμιο του μεσαίωνα στο πανεπιστήμιο της αστικής κοινωνίας (17 και κυρίως 18ος αιώνας), σημαδεύεται από τη μετάβαση από κύκλους σπουδών που έδιναν έμφαση στις «ανθρωπιστικές σπουδές » με έντονο θρησκευτικό πρόσημο, στους κύκλους σπουδών που δίνουν έμφαση στις «θετικές» επιστήμες και στις ανθρωπιστικές επιστήμες που εναρμονίζονται τώρα με τα πρότυπα των θετικών επιστημών (κερδίζοντας την αυτονόμησή τους από την εκκλησιαστική γραμματεία, αλλά όχι απόλυτα). Το πανεπιστημιακό μοντέλο που είχε εμπνευστεί ο Βίλχελμ φον Χούμπολτ, αποτελεί τον πρώτο τύπο πανεπιστημίου της αστικής κοινωνίας και συμπυκνώνει τη μετάβαση από τη μεσαιωνική λογική των σπουδών στη λογική της πανεπιστημιακής μόρφωσης στην νεώτερη αστική κοινωνία. Ξεκινώντας από τη μελέτη των παραδοσιακών σπουδών, όπως οι επιστήμες, το δίκαιο, οι φιλοσοφία, η ιστορία, η  θεολογία και η ιατρική, το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου αναπτύχθηκε για να συμπεριλάβει νέους πολυάριθμους επιστημονικούς κλάδους. Ο Αλεξάντερ φον Χούμπολτ, αδελφός του ιδρυτή Βίλχελμ, προώθησε τη νέα εκπαίδευση. Με την κατασκευή νέων συγχρόνων ερευνητικών εγκαταστάσεων στα μισά του 19ου αιώνα, η διδασκαλία των φυσικών επιστημών ξεκίνησε. Διάσημοι ερευνητές, όπως ο χημικός Αύγκουστ Βίλχελμ Χόφμαν, ο φυσικός Hermann von Helmholtz, οι μαθηματικοί Ερνστ Έντουαρντ Κούμερ, Λέοπολντ Κρόνεκερ, Karl Weierstrass, οι γιατροί Γιοχάνες Πέτερ Μούρ, Άλμπρεχτ φον Γκράφε, Ρούντολφ Βίρχοφ και Ρόμπερτ Κοχ, συνέβαλλαν για να αναπτυχθεί η επιστημονική φήμη του Πανεπιστήμιου. Οι εξελίξεις στο πανεπιστήμιο του Χούμπολτ καταδεικνύεις τις γενικότερες τάσεις της αστικής κοινωνίας και του περάσματος από τη πρώτη στη δεύτερη εποχή του αστικού πανεπιστημίου. Νόμος αυτής της μετάβασης είναι η διαρκής υποβάθμιση των ανθρωπιστικών, πιο έντονα ιδεολογικά φορτισμένων σπουδών, και η διαρκής αναβάθμιση των επιστημονικών-τεχνικών σπουδών που συμβάλλουν πιο άμεσα στην κερδοφορία των επιχειρήσεων, τάση που ολοκληρώνεται στη τρίτη εποχή του επιχειρηματικού πανεπιστημίου.

Στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου, λοιπόν, το πανεπιστήμιο αναδύθηκε σαν ο κυρίαρχος τόπος παραγωγής γνώσης. Η γνώση θεσμοποιείται και επαγγελματοποιείται μέσα από το πανεπιστήμιο. Οι κοινωνικές ανακατατάξεις που φέρνουν οι νίκες της αστικές τάξης κυρίως στη Γαλλία και τη Βρετανία, ωθούν τα κυρίαρχα επιτελεία στην αναζήτηση λύσεων για τον «εξορθολογισμό» της κοινωνικές ζωής και διακυβέρνησης των ανθρώπων σε νέες συνθήκες. Οι πέντε βασικές κοινωνικές επιστήμες ήταν η ιστορία, τα οικονομικά, η πολιτική επιστήμη, η κοινωνιολογία και η ανθρωπολογία. Ανάμεσα στο 1850 και 1945 παρατηρούμε μια έκρηξη στην ίδρυση νέων πανεπιστημίων σε Ευρώπη, Νότιο Αμερική και Αυστραλία. Θεσμοθετούνται καθηγητικές θέσεις, παραρτήματα και παραδόσεις μαθημάτων, εκδίδονται περιοδικά για κάθε επιστημονικό τομέα, προχωρά η αρχειοθέτηση και η δημιουργία βιβλιοθηκών. Μέχρι το 1945, μόνο σε πέντε χώρες υπήρχε πραγματικά ανάπτυξη των κοινωνικών επιστημών-στην Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γερμανία, την Ιταλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τη παγκόσμια εξάπλωση των κοινωνικών επιστημών ως δραστηριότητα, η πλειοψηφία των κοινωνικών επιστημών ήταν Ευρωπαίοι ή διατηρούσαν μι ευρωκεντρική οπτική. Για τον Imannuel Wallerstein3, η ανάδυση των σύγχρονων πανεπιστημίων συνδέεται στενά με την ανάδυση και εδραίωση του νεωτερικού καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος, και η ανάπτυξη τόσο των φυσικών όσο και των κοινωνικών-ανθρωπιστικών σπουδών αποσκοπεί στην επίλυση πραγματικών προβλημάτων της τεχνικής και κοινωνικής οργάνωσης. Οι εξελίξεις αυτές συνδέονται στενά και με το περίφημο σχίσμα ανάμεσα στις επιστήμες της φύσης και της επιστήμες της κοινωνίας, που επέτρεψε την εδραίωση της ιδέας μιας ‘’αντικειμενικής’’ και ‘’αξιολογικά ουδέτερης’’ επιστήμης των κοινωνικών φαινομένων, στα πρότυπα των θετικών επιστημών.
Ο Μισέλ Φουκώ, συμφωνώντας για τη κρισιμότητα της περιόδου από τον 16ο στον 19ο αιώνα για την ανάδυση των σύγχρονων πανεπιστημίων και των ‘’επιστημών του ανθρώπου’’, περιγράφει στο βιβλίο του Οι Λέξεις και τα Πράγματα τη λογική του σχηματισμού του γνωστικού αντικειμένου των τελευταίων:
Σε μια πρώτη προσέγγιση, μπορούμε να πούμε ότι ό τομέας των
επιστημών του ανθρώπου καλύπτεται από τρεις «επιστήμες» — ή
μάλλον από τρεις επιστημολογικές περιοχές, υποδιαιρεμένες στο
εσωτερικό τους και τεμνόμενες μεταξύ τους. Αυτές οι περιοχές καθορίζονται από την τριπλή σχέση των επιστημών του ανθρώπου γενικά με τη βιολογία, την οικονομία, και τη φιλολογία. Θα μπορούσαμε έτσι να δεχτούμε ότι η «ψυχολογική περιοχή» βρήκε τον τόπο
της εκεί οπού το έμβιο ον, μέσα στην προέκταση των λειτουργιών
του, των νευροκινητικών σχημάτων του, των φυσιολογικών του ρυθμίσεων, αλλά επίσης μέσα στην άρση τους εκείνη πού τις διακόπτει και τις περιορίζει, διανοίγεται στην δυνατότητα της παράστασης. Με τον ίδιο τρόπο ή κοινωνιολογική «περιοχή» θα έβρισκε τον τόπο της εκεί οπού το άτομο, καθώς εργάζεται, παράγει και καταναλώνει, παρουσιάζεται στην παράσταση της κοινωνίας οπού ασκείται αυτή ή δραστηριότητα των ομάδων και των ατόμων, στα όποια ή κοινωνία αυτή κατανέμεται, των προσταγών, των κυρώσεων, των τελετουργιών, των εορτών και των δοξασιών, με τις όποιες υποστηρίζεται και ρυθμίζεται. Τέλος, στην περιοχή όπου βασιλεύουν οι νόμοι και οι μορφές γλώσσας, παραμένοντας όμως στο χείλος του εαυτού τους κι επιτρέποντας στον άνθρωπο να εισαγάγει σ' αυτές το παιχνίδι των παραστάσεών του, εκεί γεννιέται ή μελέτη των λογοτεχνιών και των μύθων, ή ανάλυση όλων
των προφορικών εκδηλώσεων και όλων των γραπτών μαρτυριών,
κοντολογίς ή ανάλυση των λεκτικών ιχνών πού ένας πολιτισμός ή
εν α άτομο μπορεί να αφήσουν από τον εαυτό τους
Και προσθέτει:
Βλέπουμε έτσι πόσο μάταιες και ανιαρές είναι όλες οι οχληρές συζητήσεις για να διακριβώσουμε αν αυτές οι γνώσεις μπορούν ν à αποκληθούν πραγματικά επιστημονικές και σε ποιες συνθήκες θα έπρεπε να υποταχτούν για να γίνουν τέτοιες. Οι επιστήμες του «ανθρώπου» αποτελούν μέρος της μοντέρνας επιστήμης όπως ή χημεία ή ή ιατρική ή ή οιαδήποτε άλλη επιστήμη. Ή ακόμα όπως ή γραμματική και ή φυσική ιστορία αποτελούσαν μέρος της κλασσικής επιστήμης. 'Αλλά με το να πούμε ότι αποτελούν μέρος του επιστημολογικού πεδίου σημαίνει μόνο
ότι εκεί ριζώνει ή θετικότητά τους, ότι εκεί βρίσκουν τις συνθήκες
της ύπαρξή τους, συνεπώς ότι δεν είναι  απλώς ψευδαισθήσεις,
ψευδοεπιστημονικές χίμαιρες, ότι δεν αντιπροσωπεύουν ό,τι άλλοι αποκαλούν «ιδεολογία». Πράγμα βέβαια πού δε σημαίνει ότι είναι επιστήμες4.

Το νόημα των παρατηρήσεων του Φουκώ συμπυκνώνεται ως εξής: οι επιστήμες του ανθρώπου δανείζονται τα εννοιολογικά τους πλαίσια από τρεις πιο θεμελιακές, για τον νεώτερο καπιταλιστικό κόσμο, διαστάσεις του ανθρώπινου κόσμου, που σηματοδοτούν την ίδρυση τριών θεμελιακών επιστημών: έμβιο ον (βιολογία), εργασία (πολιτική οικονομία), γλώσσα (επιστήμες του γλωσσικού νοήματος, όπως η λογοτεχνία, η νομική κ.α). Βιολογία, Πολιτική Οικονομία και γλωσσολογία-γραμματική-σημειωτική (με τα παρεπόμενά τους), αποτελούν τα πρότυπα επιστημών που μπορούν να μαθηματικοποιηθούν (με βάση το καρτεσιανό και νευτώνειο φυσικογεωμετρικό πρότυπο επιστήμες) και να αποτελέσουν με τη σειρά τους πρότυπο των «επιστημών του ανθρώπου». Και οι τρεις αυτές επιστήμες βρίσκονται στην τομή φύσης-ανθρώπου: η βιολογία εξετάζει ένα κοινωνικό  ον, τον άνθρωπο, ως έμβιο ον, η πολιτική οικονομία εξετάζει την κοινωνική ικανοποίηση φυσικών αναγκών και ορμών του ανθρώπου μέσα από την εργασία, η γλώσσα εξετάζει τις σχέσεις των ανθρώπινων-συμβατικών σημείων και νοημάτων με τα ίδια τα πράγματα.



3) οι ανθρωπιστικές σπουδές και ο σύγχρονος καπιταλισμός (επιχειρηματικό πανεπιστήμιο)

Οι ‘’επιστήμες του ανθρώπου’’, παρέχοντας γνώση για τον άνθρωπο και την κοινωνία ως αντικείμενα γνώσης, συνδέονται με τη προσπάθεια του καπιταλισμού να ελέγξει συνειδήσεις και επιθυμίες, και να διακυβερνήσει ολόκληρους πληθυσμούς-οι απόφοιτοι των τμημάτων αυτών γίνονται άθελά τους τεχνίτες της εργασιακής και κοινωνικής πειθάρχησης. Ο νομικός εξυπηρετεί κατεξοχήν τον σκοπό αυτό, ερμηνεύοντας το αστικό δίκαιο και διευθετώντας τις ανθρώπινες διαφορές ‘’διά της νομικής οδού’’, αντί αυτές να λύνονται με βίαιο, άναρχο τρόπο-η ασφάλεια του νόμου και της τάξης είναι απαραίτητη για ένα ομαλό επενδυτικό κλίμα. Ο ανθρωπολόγος, ο ιστορικός, ο ψυχολόγος, ο απόφοιτος των πολιτικών επιστημών και των τμημάτων επικοινωνίας, όλοι τους επίσης συμβάλλουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην διοίκηση των ανθρώπων, μέσα και έξω από την επιχείρηση.
Μπορούμε να διακρίνουμε την έμμεση και την άμεση συμβολή των ανθρωπιστικών σπουδών στην κερδοφορία του κεφαλαίου. Η έμμεση συμβολή εντοπίζεται στη σφαίρα αναπαραγωγής των σχέσεων παραγωγής, δηλαδή στο πεδίο της κοινωνικής πειθάρχησης και όχι στο χώρο της επιχείρησης, ενώ η άμεση συμβολή τους στην κερδοφορία εντοπίζεται μέσα στην επιχείρηση ή μέσα στο κύκλωμα από την παραγωγή του εμπορεύματος (υλικού ή διανοητικού) μέχρι την κατανάλωση. Ειδικά ο τομέας των «υπηρεσιών» απαιτεί επικοινωνιακές δεξιότητες, που όπως θα αναφέρουμε στη συνέχεια, θεωρούνται σημαντικές για κάθε επιχείρηση.
Η παγκόσμια τάση είναι η μείωση και υποχρηματοδότηση των ανθρωπιστικών σπουδών, λόγω των επιστημονικοτεχνικών αναγκών εκπαίδευσης της εργασιακής δύναμης, για τη κερδοφορία που αναπτύσσεται στο υψηλότερο μέχρι τώρα τεχνολογικό επίπεδο. Σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ για το μέλλον της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, προβλέπεται στασιμότητα στην ανάπτυξη και το βάρος πρέπει να πέσει σε επενδύσεις στο «ανθρώπινο κεφάλαιο», στην εφαρμοσμένη γνώση και την παραγωγή καινοτομιών και καινοτομικών εμπορευμάτων.
Αυτή είναι η κυρίαρχη, αλλά όχι η μοναδική όψη της κατάστασης. Οι ανθρωπιστικές σπουδές μπορούν εναλλακτικά α) να συνδυαστούν με άλλες σπουδές σε διεπιστημονικά προγράμματα  β) να προσαρμοστούν σε εκδοχές συμβατές με τις ανάγκες των επιχειρήσεων γ) να συμβάλλουν σε ό,τι προηγουμένως αναφέραμε ως «επικοινωνιακές δεξιότητες». Το debate για τη σχέση ανθρωπιστικών σπουδών και επιχειρήσεων έχει φέρει μια πληθώρα δημοσιεύσεων και forum διαλόγου. Όλοι συμφωνούν στο μειωμένο ρόλο των ανθρωπιστικών σπουδών στο σύγχρονο καπιταλισμό, εκείνο που είναι το αντικείμενο συζήτησης και αντιπαράθεσης μεταξύ των καπιταλιστών είναι ενδεχόμενα οφέλη των ανθρωπιστικών επιστημών στη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας και καπιταλιστικής κοινωνίας, αν τα προγράμματα σπουδών τους προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Ξεκινώντας από το σημείο γ) οι ανθρωπιστικές σπουδές συχνά εκθειάζονται από επιχειρηματίες για τη φαντασία και τη δημιουργικότητα των αποφοίτων τους, καθώς και την ικανότητά τους να επιλύουν προβλήματα που σχετίζονται με τους πελάτες και τις ανάγκες τους, αναπτύσσοντας διαπροσωπικές επαφές μαζί τους. Στο Harvard Business Review για παράδειγμα, στο διάλογο για τη σχέση ανθρωπιστικών σπουδών-επιχειρήσεων που έχει ξεκινήσει, γράφονται κείμενα που υποστηρίζουν αυτές τις απόψεις, επικαλούμενα μάλιστα εμπειρία από τον κόσμο των επιχειρήσεων2
Το τμήμα ανθρωπιστικών σπουδών στο Arizona State University μιλά για ένα μείγμα ‘’σκληρών’’ επιχειρηματικών σπουδών πάνω στη διοίκηση επιχειρήσεων, στα οικονομικά κ.α, συνδυασμένο με ανθρωπιστικές σπουδές, ώστε οι απόφοιτοι ‘’να διαπρέπουν στα πεδία τους’’ με μακροχρόνιο ορίζοντα. Και εδώ εκθειάζονται οι «επικοινωνιακές δεξιότητες» των αποφοίτων ανθρωπιστικών σπουδών και προφανώς οι γνώσεις των τμημάτων επικοινωνίας στην επαγγελματική συναναστροφή τους με άλλες επιχειρήσεις, πελάτες, και εργαζομένους (ειδικά στην κατανόηση των κινήτρων και της ψυχολογίας των τελευταίων).
Στις αρχές της καπιταλιστικής κρίσης, ιδιαίτερα σε ΗΠΑ, Κίνα, Βρετανία, άρχισε μια μεγάλη κουβέντα για τη περαιτέρω χρηματοδότηση κλάδων που σχετίζονται με τη βιομηχανία και τη μηχανολογία, καθώς και τη φυσική και τα μαθηματικά, έναντι των ανθρωπιστικών σπουδών. Στη Μεγάλη Βρετανία, η έκθεση Browne (Διασφάλιση της Βιωσιμότητας της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης) πρότεινε τη μείωση της χρηματοδότησης για τις τέχνες και τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Η έκθεση πρότεινε πως θα πρέπει να δίνονται ειδικά επιδόματα σε όσους διδάσκουν θέματα όπως η ιατρική, η επιστήμη και η οδοντιατρική, χωρίς να αναφέρεται στις λεγόμενες ανθρωπιστικές επιστήμες. Ο Mark ODonoghue, διευθύνων σύμβουλος στη Hotcourses Ltd, παρατηρεί γενική πτώση στη Μεγάλη Βρετανία στη δημοφιλία των σπουδών στις τέχνες και στις ανθρωπιστικές σπουδές στο προπτυχιακό επίπεδο, και αύξηση στη δημοφιλία των τεχνικών πτυχίων (για παράδειγμα, παρατηρείται μείωση στις σπουδές μουσικής και αύξηση στης σπουδές μουσικής τεχνολογίας). Σύμφωνα με την έρευνά του, οι μαθητές σε όλο τον κόσμο προτιμούν όλο και περισσότερο τα τεχνικά πτυχία. Την ίδια ώρα, η Sabrina Kidway, εκπρόσωπος τύπου της Ένωσης για την Τεχνική Εκπαίδευση στις ΗΠΑ, βλέπει βλέπει μια αύξηση στις εγγραφές σε αντίστοιχα πτυχία από 9,6 εκατομμύρια φοιτητές το 1999 στα 14,4 εκατομμύρια στο 2007-2008.
Το θέατρο, οι εκδόσεις, τα Μ.Μ.Ε., τα μουσεία, η διεθνής εκπαίδευση και πολλές αντίστοιχες βιομηχανίες επηρεάζονται από τη συνεισφορά αυτών των αντικειμένων. Το «Οδηγώντας τον κόσμο: Η οικονομική συμβολή του Συμβουλίου Έρευνας στις Τέχνες και τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες της Αγγλίας», μια έκθεση η οποία πραγματοποιήθηκε από το αντίστοιχο συμβούλιο, τονίζει πως το πεδίο είναι σημαντικό για την ανάπτυξη της οικονομίας. Σύμφωνα με τις στατιστικές, το 2007, γύρω στα 498 εκατομμύρια βιβλία πουλήθηκαν από Βρετανούς εκδότες στην εσωτερική αγορά αποφέροντας έσοδα 1.88 δισεκατομμύρια λίρων. Επίσης τα κέρδη από προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές στη Μεγάλη Βρετανία κυμαίνονται από 2,05 μέχρι 3,28 εκατομμύρια λίρες.
Ένα πολύ ορατό παράδειγμα είναι η αλλαγή νοοτροπίας σε μια χώρα που έχει εμμονή με την τεχνολογία, όπως η περίπτωση της Σιγκαπούρης. Μετά από χρόνια εστίασης στην ανάπτυξη της επιστημονικής και τεχνολογικής εκπαίδευσης, η Σιγκαπούρη ένιωσε την έλλειψη σε ηγέτες και managers και ανέλαβε δράση. Φέτος, το Εθνικό Πανεπιστήμιο της Σιγκαπούρης ανακοίνωσε την καθιέρωση του Yale-NUS College. To ινστιτούτο θα εστιάσει στις φιλελεύθερες τέχνες και θα προωθήσει τις ανθρωπιστικές επιστήμες και τις τέχνες στη Σιγκαπούρη.
H Karen Wallbridge, υπεύθυνη προσλήψεων για τον οργανισμό Transport for London, λέει πως οι δεξιότητες που αποκτούν οι φοιτητές από τις ανθρωπιστικές επιστήμες προτιμώνται από τους εργοδότες: «Οι ανθρωπιστικές επιστήμες βοηθούν τους φοιτητές να αναπτύξουν την ικανότητα να θέτουν ερωτήσεις και να προκαλούν αίσθηση στον κόσμο. Αυτές είναι ικανότητες που μπορεί να είναι χρήσιμες στον εργασιακό χώρο (επικοινωνιακές κλπ)
Το βιβλίο «Βάλε το μυαλό σου να δουλέψει», από τους James Reed και Dr. Paul G.Stoltz, υποστηρίζει τη σημασία των τεχνών και των ανθρωπιστικών επιστημών να έχουν επιτυχία στον εργασιακό χώρο. Αποκτώντας χρήσιμη εργασιακή εμπειρία από 5.000 εργοδότες παγκοσμίως, καταλήγει πως «Οι εργοδότες δίνουν προτεραιότητα σε ποιότητες που υπερβαίνουν αυτές που δίνονται από την εκπαίδευση που βασίζεται σε τεχνικές δεξιότητες» και υποστηρίζει πως οι υποψήφιοι που δείχνουν αυτές τις ποιότητες κατά τη διάρκεια της πρόσληψης είναι πιο πιθανό να πάρουν τη δουλειά.
Τα αποτελέσματα του δείκτη Reed Job τον Απρίλιο 2011, το οποίο αναλύει δεδομένα από 100.000 δουλειές σε 35 διαφορετικούς τομείς στις Η.Π.Α., μας δείχνουν πως υπάρχει μια ανοδική απαίτηση για μεταπτυχιακά στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Ο Richard Taylor, διευθυντής του Reed Education, λέει: «Τα αποτελέσματά τους σίγουρα δείχνουν πως οι εργοδότες απαιτούν μεταπτυχιακά στις τέχνες και την επικοινωνία, τα οποία συχνά οδηγούν σε υψηλότερους μισθούς. Οι κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων στην ιστορία κερδίζουν περισσότερα στο μέσο της καριέρας τους σε σχέση με εκείνους που έρχονται από τον χώρο τον επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα στον ελληνικό τύπο (π.χ Έθνος, Δευτέρα 18/8/2014), οι φοιτητές προτρέπονται να σπουδάσουν ανθρωπιστικές σπουδές σε μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού. Με δίδακτρα από 10.000 έως 25.000 δολλάρια, μερικά από τα πιο φημισμένα πανεπιστήμια για ανθρωπιστικές σπουδές στις ΗΠΑ είναι τα εξής: UΝΙVΕRSΙΤΥ ΟF ΝΟΤRΕ DΑΜΕ, ΜΙCΗΙGΑΝ SΤΑΤΕ UΝΙVΕRSΙΤΥ, ΙΝDΙΑΝΑ UΝΙVΕRSΙΤΥ – ΒLΟΟΜΙΝGΤΟΝ GΕΟRGΕ WΑSΗΙΝGΤΟΝ UΝΙVΕRSΙΤΥ, UΝΙVΕRSΙΤΥ ΟF ΙΟWΑ, CITY UNIVERSITY OF NEW YORK SUΝΥ - UΝΙVΕRSΙΤΥ ΑΤ ΒUFFΑLΟ, UΝΙVΕRSΙΤΥ ΟF SΟUΤΗ CΑRΟLΙΝΑ, – Columbia GΕΟRGΕΤΟWΝ UΝΙVΕRSΙΤΥ, UNIVERSITY OF SOUTH DAKOTA, UNIVERSITY OF GEORGIA, FLΟRΙDΑ SΤΑΤΕ UΝΙVΕRSΙΤΥ, WΑSΗΙΝGΤΟΝ SΤΑΤΕ UΝΙVΕRSΙΤΥ, UΝΙVΕRSΙΤΥ ΟF ΝΕW ΗΑΜΡSΗΙR,Ε UΝΙVΕRSΙΤΥ ΟF ΡΙΤΤSΒURGΗ, UΝΙVΕRSΙΤΥ ΟF CΟΝΝΕCΤΙCUΤ, UΝΙVΕRSΙΤΥ of SΟUΤΗΕRΝ CΑLΙFΟRΝΙΑ, UNIVERSITY OF VIRGINIA. Αυτά τα πανεπιστήμια μας δίνουν και το πανόραμα των πιο περιζήτητων από τις ανθρωπιστικές σπουδές: ιστορία και ειδικά οικονομική ιστορία, διοίκηση επιχειρήσεων και κοινωνικές επιστήμες, σπουδές επικοινωνίας (ΜΜΕ κ.α), ψυχολογία και νομική, αγγλική φιλολογία, πολιτική επικοινωνία (μια ειδικότητα που συνδυάζει μαθήματα πολιτικής επιστήμης, δημοσιογραφίας και ηλεκτρονικών μέσων), διεθνείς σχέσεις, μάρκετινγκ, είναι οι πιο περιζήτητες σχετικές σπουδές.
Για παράδειγμα, στο πανεπιστήμιο του Stanford τρέχουν 17 workshops που σχετίζονται με ανθρωπιστικές επιστήμες. Φοιτητές και υποψήφιοι διδάκτορες των ανθρωπιστικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Stanford, ξεκίνησαν ένα νέο ερευνητικό workshop με τίτλο ‘’προσεγγίσεις στον καπιταλισμό’’. Υποστηρίζουν πως η καπιταλιστική οικονομία και κοινωνία δεν είναι απλά υπόθεση των οικονομολόγων, αλλά και της επιστήμης της ιστορίας, της ανθρωπολογίας και των πολιτισμικών σπουδών. ‘’Αντί να παίρνουμε τον καπιταλισμό ως προσχηματισμένη δομή ή λογική, ερευνάμε το πώς γεννάται μέσα από ετερογενείς ιδέες, συναισθήματα και σκοπούς ζωής διαφορετικών μεταξύ τους ανθρώπων’’, λέει η καθηγήτρια Sylvia Yanagisako, κάτοχος της έδρας της ανθρωπολογίας στο πανεπιστήμιο του Stanford. Άλλωστε, η οικονομική και πολιτική ιστορία και η οικονομική και πολιτική ανθρωπολογία, ασχολούνται με δομές η γνώση των οποίων είναι εξαιρετικά χρήσιμη για μια συνολική ανάλυση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και των πολιτικών-πολιτισμικών και ιδεολογικών μηχανισμών αναπαραγωγής τους.
Συγκεκριμένα στον κλάδο της οικονομικής ιστορίας, στις ΗΠΑ αναπτύσσεται ένα ‘’πανεθνικό’’ πρόγραμμα μελέτης της ιστορίας της κεφαλαιοκρατίας με συνεργασία των πανεπιστημίων Stanford, Columbia, Cornell, Harvard και Princeton. Ενώ πληθαίνουν οι φωνές που βλέπουν στην συνεργασία ιστορίας, ανθρωπολογίας, οικονομικών, πολιτικών επιστημών, επιστημών επικοινωνίας, ψυχολογίας κ.α, την ανάπτυξη ενός «διεπιστημονικού κοινού λεξιλογίου’’, όπως λέει το Stanford.
Η διεπιστημονικότητα σε επίπεδο προπτυχιακό και μεταπτυχιακό συμπληρώνεται με τις αναπροσαρμογές στο πρόγραμμα σπουδών κάθε μεμονωμένης ‘’επιστήμης του ανθρώπου’’. Οι νομικές σπουδές προσανατολίζονται διεθνώς στο οικονομικό, εμπορικό, διεθνές δίκαιο, συνδέονται με νομικές εταιρείες και εκπαιδεύουν με πιο πρακτικό προσανατολισμό στην επίλυση νομικών προβλημάτων μέσα και από νομικά περιοδικά και εργασίες ιδιοκτησίας ιδιωτικών φορέων, η ιστορία και η ανθρωπολογία προσανατολίζονται όπως είδαμε στην οικονομία και τη διεθνική-συγκριτική μελέτη πολιτισμών που επιτρέπουν καλύτερο προσανατολισμό για τις επιχειρήσεις στο σημερινό διηπειρωτικό καπιταλιστικό περιβάλλον, τα τμήματα ξένων γλωσσών, μάρκετινγκ, επικοινωνίας, ψυχολογίας κ.α με βάση τα ίδια κριτήρια βρίσκουν το δικό τους ρόλο στο σύγχρονο επιχειρηματικό κόσμο.
Από τα παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι ανθρωπιστικές σπουδές, χρήσιμες για τη κατανόηση της κοινωνίας και των ανθρώπων, άρα και του κοινωνικοιστορικού πλαισίου μέσα στο οποίο ανταγωνίζονται οι επιχειρήσεις, μολονότι δέχονται ισχυρό πλήγμα με την επιχειρηματικοποίηση του πανεπιστημίου αφού συχνά θεωρούνται άχρηστες για την κερδοφορία του κεφαλαίου, επιβιώνουν στις νέες συνθήκες με δύο βασικά αναπροσαρμογές, που η μία συμπληρώνει την άλλη. Οι ανθρωπιστικές επιστήμες είτε προσαρτώνται σε διεπιστημονικά ερευνητικά προγράμματα σπουδών προπτυχιακού ή μεταπτυχιακού επιπέδου μαζί με άλλες, «θετικές» επιστήμες, και την ίδια στιγμή αλλάζουν προσανατολισμό και στρέφονται σε αντικείμενα «ανθρωπιστικών» σπουδών που ενδιαφέρουν πιο άμεσα τις επιχειρήσεις. Η μελέτη του ανθρώπου, από τη σκοπιά των επιχειρήσεων, δεν είναι παρά η μελέτη του ‘’ανθρώπινου κεφαλαίου’’ (human capital), και του εμπορεύματος-εργασιακή δύναμη, που καθώς δεν είναι ένα εμπόρευμα σαν όλα τα άλλα, μπορεί να ‘’παραχθεί’’, ‘’αναπαραχθεί’’ και να ‘’καταναλωθεί’’ στο βωμό του κέρδους, με τη βοήθεια όχι απλώς της γνώσης των θετικών και τεχνολογικών επιστημών, αλλά και της γνώσης των ανθρωπιστικών-κοινωνικών επιστημών, ειδικά προσαρμοσμένης στις σύγχρονες ανάγκες κερδοφορίας και υπό την εγγύηση, πάντα, του αστικού κράτους και των λειτουργών του.
Το κεφάλαιο, προσπαθώντας να υπερβεί τον κατακερματισμό της γνώσης που το ίδιο προκαλεί μέσα από τον κοινωνικοτεχνικό καταμερισμό εργασίας και εξειδίκευσης, προσπαθεί να συνενώσει τμήματα γνωστικών αντικειμένων σε ευρύτερα ερευνητικά προγράμματα, με πιο ‘’σφαιρικό’’ χαρακτήρα, μέσα στο σύγχρονο, διεθνοποιημένο και πολύπλοκο περιβάλλον, όπου η κερδοφορία εξαρτάται όσο ποτέ άλλοτε από οικονομικούς, κοινωνικούς, γνωσιακούς, θεσμικούς, ψυχολογικούς, γεωπολιτικούς κ.α παράγοντες.







3 Βλ. ενδεικτικά το παρακάτω άρθρο του Wallerstein, όπου η ανάπτυξη του αστικού πανεπιστημίου και η επιστημών της φύσης και κοινωνικών επιστημών συνδέεται με την τάση «εργαλειακού εξορθολογισμού», όπως το εξέφρασε ο Μ.Weber, των κοινωνικών σχέσεων. https://www2.southeastern.edu/Academics/Faculty/jbell/wallerstein.pdf

4 Μισέλ Φουκώ, Οι Λέξεις και Τα Πράγματα, εκδόσεις Γνώση, κυρίως σελ 486 και 499.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου